Αρχική > Λύκειο
«Η αλήθεια του τσιγάρου».
Κάθεσαι στον καναπέ. Τα μάτια σου πετούν σπίθες, φαίνεται ότι έχεις ανεπτυγμένη αίσθηση του χιούμορ. Τα μαλλιά σου είναι λίγο μακριά στο πλάι και στη μέση λείπουν ελάχιστα. Φοράς μία φανέλα και είναι διακριτά τα ελαφρώς παραπανίσια κιλά σου. Το πιο όμορφο, απ’όλα, όμως, είναι το χαμόγελό σου. Πλατύ, λαμπερό και ειλικρινές. Γνήσιο και αληθινό.
Μία μόνο παρατήρηση έχω να κάνω: τα δόντια σου είναι λίγο ταλαιπωρημένα, όχι τόσο λευκά. Διακρίνω ένα χρυσό σφράγισμα, αλλά δεν είναι αυτό το στοιχείο που τα φθείρει. Είναι κάτι άλλο, δυσκολεύομαι να το εντοπίσω. Τώρα μόλις παρατηρώ στο τραπεζάκι το σταχτοδοχείο κι ένα πακέτο με τσιγάρα δίπλα. Κρίνοντας από τις γόπες, έχεις καπνίσει αρκετά αυτήν τη μέρα. Αργότερα, έμαθα ότι κάπνιζες από τα δώδεκά σου τουλάχιστον ένα πακέτο την ημέρα. Έτσι εξηγείται, λοιπόν, το μειονέκτημα στο χαμόγελό σου! Είναι ο προάγγελος όλων των συμφορών!
Η φωτογραφία αυτή δεν είναι η μοναδική πηγή γνωριμίας σου. Όλοι μιλούν για εσένα: φίλοι, κουμπάροι, συγγενείς… Διηγούνται αναμνήσεις αναμεμειγμένες με τις φάρσες και τις πλάκες σου. Στις ιστορίες τους, είσαι η ψυχή της παρέας, ένας πλακατζής αριθμομνήμων και άσσος στο πόκερ, παραλλήλως, όμως, ένας εξαίρετος οικογενειάρχης και πολύ εργατικός. Είσαι, επίσης, πολύ γοητευτικός. Πριν παντρευτείς τη γιαγιά, είχες αρκετές θαυμάστριες.
Μα, έχεις κι εσύ, όπως όλοι, μας, άλλωστε, ένα ελάττωμα. Καπνίζεις. Καπνίζεις πολύ. Η γιαγιά γκρινιάζει συνέχεια και σε παρακαλάει να σταματήσεις το κάπνισμα, αλλά πού εσύ! “Γυναίκα, μπορώ να σου κάνω όσες χάρες θες, αλλά αυτή δε θα στην κάνω. Πρόκειται για ανεξέλεγκτο εθισμό!”. Η γιαγιά, τότε, σου κρατάει μούτρα και εσύ της λες αστεία και αμέσως, εκείνη ξεχνά και πείσμα και εγωισμούς και νεύρα και όλα τα αρνητικά. Εγώ, όμως, σε καταλαβαίνω κάπως. Έχοντας τόσες έγνοιες, δεν έχεις την ανάγκη να αποφορτιστείς; Αυτό, όμως, δε σημαίνει ότι σε δικαιολογώ. Αλήθεια, επέλεξες να κάνεις κακό στον εαυτό σου ως αντίβαρο στην αχθοφόρο καθημερινότητά σου; Δε σκέφτηκες τα παιδιά σου;
Μην ανησυχείς, παππού, δε σε κατηγορώ. Δε φταις εσύ ακριβώς. Φαντάζομαι ότι οι καιροί τότε ήταν δυσκολότεροι. Μεγάλωσες σε μία πολύτεκνη οικογένεια με πολλές στερήσεις. Έζησες τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, έναν εμφύλιο κι ένα δικτατορικό καθεστώς. Ούτε η τεχνολογία ήταν τόσο εξελιγμένη ούτε η ενημέρωση τόσο ευρεία. Αμφιβάλλω εάν υπήρχαν τότε αντικαπνιστικές καμπάνιες, ώστε να γνωρίζεις τις επιπτώσεις της αμαρτίας σου. Υπήρξες μέλος μιας κλειστής κοινωνίας, η οποία αντιμετώπιζε το κάπνισμα στους άντρες ως αποδεικτικό στοιχείο της ισχύος και της μαγκιάς τους. Κι αυτό φάνηκε στα άτομα που συναναστράφηκες κι έκανες παρέα. Έπρεπε να γίνεις αποδεκτός.
Παρ’όλα αυτά, όμως, διέπρεψες! Αν και δεν ήσουν ιδιαίτερα καλός μαθητής, όπως μου εκμυστηρεύτηκε κάποτε η γιαγιά, ήσουν αυτοδημιούργητος. Μπορεί να το είχες καταλάβει, μπορεί
και να μην το κατάλαβες ποτέ, εγώ, όμως, είμαι σίγουρη για ένα πράγμα: προόδευσες και η πρόοδός σου αποτέλεσε υπόδειγμα για πολλούς. Δεν έχει υπάρξει συζήτηση περί ανέλιξης (και γέλιου) και να μην έχει αναφερθεί το όνομά σου. Αυτό που με ενδιαφέρει περισσότερο, όμως, γλυκέ μου παππού, είναι ότι υπήρξες ηθικός, τίμιος και σωστός κι όλοι το λένε.
Θα ήθελα, εδώ να εκφράσω τη δυσαρέσκειά μου. Ίσως να είναι υπερβολικά τολμηρό στον κήπο τον ψυχών, αλλά θα μιλήσω. Γιατί δε με άφησες να σε γνωρίσω; Γιατί έπρεπε να σε συναντήσω στιγμιαία μέσα από φωτογραφίες και εκπληκτικές για το πρόσωπό σου συζητήσεις, οι οποίες συνοδεύονται από τα κλάματα της γιαγιάς και το βούρκωμα των παιδιών σου; Γιατί να μην αισθανθώ ποτέ τη θαλπωρή του παππού; Με συγχωρείς, παραφέρομαι. Εάν είσαι ευτυχισμένος εκεί πάνω, μου φτάνει και μου περισσεύει. Στην τελική, ίσως και να ήταν μοιραίο. Ίσως ο Θεός να αναζήτησε νωρίτερα τη συντροφιά σου, για να γελάει με τα αστεία σου, όταν απογοητεύεται από τη διαφθορά των κινητών σημάτων της ψυχής, των κοινών θνητών στον αιώνα των αιώνων.
Συγγνώμη, παραφέρθηκα. Ήταν μια στιγμή απελπισίας, αγανάκτησης και αυθορμητισμού. Αλλά το βρίσκω άδικο. Δε μου άξιζε. Δε μας άξιζε. Δε σου άξιζε. Με συγχωρείς, είμαι άνθρωπος και έχω εγωισμό. Ποια είμαι εγώ που θα κρίνω; Μη με παρεξηγείς, σε παρακαλώ, δε θα το αντέξω. Αν με ακούς, αν το κύμα της σκέψης μου συνδέεται με το δικό σου, τότε, το μόνο που θέλω να σου πω είναι ότι σε αγαπώ. Ακόμη κι ας μη σε έχω γνωρίσει προς το παρόν. Ακόμη κι αν τα λάθη σου υπήρξαν (πιθανώς) αμέτρητα. Ακόμη κι αν μπορείς, μη με επισκεφτείς, θα φοβηθώ. Δεν είμαι έτοιμη για κάτι τέτοιο. Αν, όμως, πράγματι, μπορείς να προσπεράσεις την πύλη του Παραδείσου, να κατέβεις τη φωτεινή κλίμακα των ψυχών και να έρθεις εδώ, όχι στο πανομοιότυπο παράλληλο σύμπαν (μην μπερδευτείς), χάιδεψε τον ώμο της γιαγιάς και μίλησέ της. Το αξίζει. Δώσ’της λίγη ελπίδα και κουράγιο, όπως εκείνη έδωσε μάχη με το κέρατο της Αμάλθειας και κατάφερε να κατακτήσει όλα τα αγαθά του εσωτερικού του. Και πες της, ακόμη, να μη δυστυχεί πια, γιατί θα ξανά συναντηθείτε κάποια στιγμή.
“Καρκίνος”, είπαν οι γιατροί. “Στον πνεύμονα”. Ήξερες τι τον προκάλεσε και τι θα ακολουθούσε. Δεν είναι από τις ιάσιμες μορφές, είναι, μάλλον, μία από τις χειρότερες. Αλλά δε δίστασες. Δεν έχασες ποτέ τη μοναδικότητά σου, δεν απογοητεύτηκες, παρέμεινες γνήσιος και ευχάριστος, πιστός στον εαυτό σου. Είσαι αξιέπαινος. Η γιαγιά, που δε φημίζεται για την ψυχραιμία της, ξέσπασε σε κλάματα, φαντάζομαι, και, κρίνοντας από τον χαρακτήρα της, θα σου είπε: “Γιατί δε με άκουγες;”. Κι εσύ θα γέλασες και θα της είπες να ηρεμήσει. Δε νομίζω να έκλαψες ούτε να το πήρες στα σοβαρά παρά μόνο την τελευταία στιγμή, τη στιγμή του αποχωρισμού. Δεν ήμουν γεννημένη τότε και δεν μπορώ να γνωρίζω. Μπορώ, όμως, να εμπιστευτώ το ένστικτό μου και να φανταστώ. Και το ένστικτο δεν κάνει ποτέ λάθος.
Έμεινες μάχιμος και κύριος του εαυτού σου. Ακόμη κι όταν τα μαλλιά σου έπεσαν, εξακολούθησες να αγκαλιάζεις τα παιδιά σου και να τους δίνεις κουράγιο, όταν σε αγκάλιαζαν στον φόβο μη σε χάσουν ξαφνικά. Και, όταν η γιαγιά θα σας κοιτούσε, καθώς αγκαλιαζόσασταν εσείς οι τρεις, με αγωνία και με πίκρα στα μάτια, εσύ θα της χαμογελούσες, θα της έκλεινες το μάτι και θα της έγνεφες να μη μιλήσει, μήπως και καταστρέψει την παιδική ελπίδα. Αλλά ο βήχας επιδεινώθηκε. Δεν μπορούσες να προσποιηθείς περαιτέρω ούτε να αποκρύψεις την αλήθεια. Φώναξες τις κόρες σου να έρθουν στο δωμάτιο, για να τις προϊδεάσεις. Ήταν μικρές και αθώες, ήταν το φως σου τις σκοτεινές εκείνες μέρες. Έπεσαν στο στήθος σου φερέλπιδες. Αλλά δεν το άντεξες κι άρχισες να βήχεις περισσότερο. Αναγκάστηκες να τις απομακρύνεις από την προστασία σου.
- Μπαμπά, δε θα πεθάνεις, έτσι;
- Σας υπόσχομαι ότι θα σας φροντίζω όπου κι αν βρίσκομαι.
- Θα πεθάνεις, σωστά;
- Αυτό δεν μπορώ να το ξέρω, αγάπες μου!
- Σε παρακαλώ, μη μας εγκαταλείψεις!
-… Αγάπες μου… Πιστέψτε με, θα είμαι πάντα εδώ, έστω και πνευματικά!
Κι έβαλες σιωπηρά τα κλάματα, όσο σε αγκάλιαζαν σφιχτά. Πονούσες, μα η αγάπη υπερέβαινε τον πόνο.
“Μας συγχωρείτε. Κάναμε ό, τι μπορούσαμε.”. Αυτό ήταν. Όταν η γιαγιά ενημερώθηκε, ήταν σαν ένα κουρασμένο κοριτσάκι, νέα πολύ, στους διαδρόμους του νοσοκομείου κι εσύ είχες ήδη αρχίσει το μεγάλο ταξίδι. Η γιαγιά λιποθύμησε λόγω του χαμού σου. Μόλις συνήλθε, ξέσπασε σε δυνατούς σπαραγμούς και θρήνους. Καημένη, γιαγιά… Οι κόρες σου ήταν στο σπίτι μαζί με τη μητέρα σου. Όταν ενημερώθηκαν οι μικρές, συνοφρυώθηκαν και έκλαψαν για ημέρες σαν γατάκια. Η μητέρα σου δε μιλούσε, απλώς σκοτείνιασε και από τότε, άλλαξε η μορφή της. Ίσως επειδή εσύ ήσουν ένα κομμάτι του εαυτού της, το οποίο έχασε με τον θάνατο σου. Στο σχολείο όλα τα παιδιά αντιμετώπιζαν τα δικά σου ως εύκολους στόχους τον πρώτο καιρό. Άκουσαν, όμως, τη συμβουλή σου περί σοβαρότητας και ηθικής και σύντομα, όλοι οι συμμαθητές τους τις θαύμαζαν και τις παραδέχονταν και ακόμη και τώρα όλοι έχουν να λένε για τις αρχές και τις αξίες τους και την ιστορία που έγραψαν με τις μαθησιακές τους επιδόσεις. Σπούδασαν και η μία ερωτεύτηκε κατά τη διάρκεια του μεταπτυχιακού της και παντρεύτηκε αργότερα. Η άλλη αποφάσισε να μην ερωτευτεί
ποτέ, ίσως επειδή πληγώθηκε τόσο πολύ από την απουσία σου. Είμαι η κόρη της μεγάλης σου κόρης, παππού! Ελπίζω να με αναγνωρίζεις τώρα.
Καταλαβαίνεις τώρα γιατί αγανακτώ; Όχι επειδή πέθανες σε αρκετά νεαρή ηλικία, όχι. Γιατί είμαι βέβαιη ότι έχεις βρει τις δικές σου Νήσους των Μακάρων. Αγανακτώ, επειδή δε σε γνώρισα ποτέ και οι διηγήσεις των άλλων υστερούν προσωπικού ΜΟΥ βιώματος, είναι ημιτελείς. Ήθελα να σε γνωρίσω, να σου μιλήσω, να με κάνεις να γελάω, όπως έκανες με όλους, να σε αγκαλιάσω, να σε φιλήσω, να μυρίσω το άρωμά σου. Έστω και για ένα λεπτό. Ήθελα να ζήσω την αύρα σου. Όχι για να παινεύομαι ότι συνάντησα τον παππού μου. Αλλά για να έχω την τιμή να γράφω για εκείνον με τον τρόπο που του αξίζει. Στερούμαι αυθεντικού γραψίματος για το πρόσωπό σου. Δε σε είδα ποτέ ζωντανά, ώστε να αποδώσω στις διηγήσεις μου την ταυτότητα που σου αρμόζει και να αγγίξω την τελειότητα. Και το χειρότερο; Μεταφέρω με τον λόγο μου τις εμπειρίες ΑΛΛΩΝ. Δεν είναι αδικία;
Συγχώρεσέ με, ίσως να είμαι αρκετά ζωντανή ακόμη και να μην καταλαβαίνω. Δε σε κατηγορώ.
Το μόνο που θέλω είναι να υπάρχεις κάπου και να είσαι ευτυχισμένος εκεί. Εις το ιδείν, λοιπόν, αν μπορώ να το πω κι έτσι.