fbpx

Δείτε πώς οι νέοι εκφράζονται μέσα από ζωγραφιές και κείμενα για τον Καρκίνο του Πνεύμονα.

ΔΟΚΙΜΙΑ

  • ΑΛΚΙΝΟΟΣ ΔΑΜΑΣΚΙΝΟΣ

    Υπ’ ατμόν

    Η ζωή είναι ένα όμορφο ταξίδι με ευχάριστες διαδρομές, αλλά και επικίνδυνα μονοπάτια, γεμάτη χαρές αλλά και λύπες. Είναι μοναδική και πολύτιμη για κάθε άνθρωπο. Στο ταξίδι της ζωής ο άνθρωπος, σαν άλλος Οδυσσέας, θα αντιμετωπίσει προκλήσεις: Τον Κύκλωπα – κόσμο που πρέπει να ζήσει εντός του, να συνυπάρξει με διαφορετικούς ανθρώπους, με “θέλω” που θα πολεμήσουν τα δικά του.

    Οι επιλογές που θα κάνει, ο τρόπος που θα αποφασίσει πώς θέλει να ζήσει θα είναι και το προσωπικό του δακτυλικό αποτύπωμα στον κόσμο. Κάποιες φορές όμως, ενώ ξέρουμε τι είναι καλό, ώστε να αποφύγουμε ξέρες και φουρτούνες, επιλέγουμε το ακριβώς αντίθετο. Κάτι ανάλογο συμβαίνει και με το κάπνισμα. Ενώ εδώ και χρόνια, αποδείχτηκε ότι μόνο κακό προκαλεί, καταστρέφει την υγεία, επηρεάζει την καθημερινότητά μας και τους γύρω μας, πολλοί έχουν εθιστεί και το απολαμβάνουν!

    Ακόμη, και αυτή η νέα μορφή καπνίσματος, το άτμισμα, που παρουσιάστηκε ως λυτρωτής για τους καπνιστές γεμίζοντας τα πνευμόνια τους με καπνό, αντί για καθαρό οξυγόνο, δεν άργησε να αποδειχθεί πως είναι μια πράξη το ίδιο βλαβερή για τους ανθρώπους.

    Γιατί όμως επιλέγουμε τον εθισμό του καπνού; Νομίζω ότι οι λόγοι είναι πολλοί: Μια κακιά επιρροή, η απώλεια ενός αγαπημένου προσώπου, η απογοήτευση από ανθρώπους που πιστέψαμε, οι λάθος επιλογές που κάναμε, οι στόχοι που δεν πετύχαμε, οι ελπίδες που διαψεύστηκαν… Αυτές οι δύσκολες καταστάσεις είναι οι στιγμές της ζωής, που μας κάνουν πιο ευάλωτους, που δεν μπορούμε να ελέγξουμε τα πάθη και τον συναισθηματισμό μας. Ο φόβος, η χαρά, η ζήλεια, το θάρρος και άλλα πολλά είναι πάθη, που δε διαχειρίζονται εύκολα, όταν βιώνουμε την ένταση της ζωής.

    Κάποιοι, στο όνομα του κέρδους, εκμεταλλεύονται το γεγονός ότι είμαστε ευάλωτοι, εκμεταλλεύονται το συναισθηματικό μας Γολγοθά, με αποτέλεσμα να μας βομβαρδίζουν καθημερινά μέσω των ΜΜΕ, παρουσιάζοντας πρότυπα και στάσεις ζωής με επίκεντρο πάντα το κάπνισμα, ως λύση για όλα τα προβλήματά μας.

    Το κάπνισμα όμως, όχι μόνο δεν αποτελεί λύση στα προβλήματά μας, αλλά με τις ψεύτικες ελπίδες που γεννά, επιπρόσθετα, επιβαρύνει την υγεία μας.

    Στις μέρες μας, εμείς οι νέοι γνωρίζουμε περισσότερα από τις προηγούμενες γενιές. Είναι τόσες πολλές οι πληροφορίες, οι προκλήσεις της ζωής, όσες και οι αγωνίες, που βιώνουμε. Το ίδιο πολλά όμως είναι και τα όνειρα που κάνουμε, οι στόχοι που βάζουμε για ένα καλύτερο αύριο. Ως έφηβος κι εγώ αντιλαμβάνομαι πως η ζωή δεν είναι εύκολη υπόθεση. Μπορούμε όμως να πάρουμε την τύχη στα χέρια μας. Έχουμε συνειδητοποιήσει πως η λύση στα προβλήματα δεν είναι το κάπνισμα, αλλά κάποιο άθλημα, ένας περίπατος, ένα βιβλίο, το τηλεφώνημα σε κάποιον φίλο και τόσα άλλα.

    Είμαστε η νέα γενιά. Μια γενιά με όραμα και στόχους. Γι αυτό τη ζωή μας δε θα την αφήσουμε στα χέρια κανενός. Σε αυτό το ταξίδι η ζωή δε μετριέται από τις αναπνοές που παίρνεις, αλλά από τις στιγμές, που σου κόβουν την ανάσα και σε συνεπαίρνουν, οι οποίες, πιστέψτε με, στο χέρι μας είναι να είναι πολλές και πανέμορφες. Μια ζωή την έχουμε άλλωστε. Μια ζωή, χωρίς καπνούς να σκεπάζουν τα ονειρά μας.

  • ΜΑΡΙΑ ΚΥΒΕΛΗ

    Ακροβάτες μιας ψευδαίσθησης

    Οι νέοι είναι το μέλλον της κοινωνίας μας, οι οραματιστές ενός – καλύτερου κόσμου. Δεν κάνουν όμως πάντα τις σωστές επιλογές και δεν εκπροσωπούν επάξια τη γενιά τους. Είμαι κι εγώ μια νέα κοπέλα, μια έφηβη, και αναρωτιέμαι συχνά, αν μπορούν κάποιοι νέοι να μας εκπροσωπήσουν, να πάρουν τις σωστές αποφάσεις για το μέλλον μας, αν μπορούμε να τους εμπιστευτούμε τις ζωές μας. Έχω αυτά τα ερωτήματα, γιατί πολύ συχνά βλέπω συνομηλίκους μου να αγνοούν τους κινδύνους και να παίρνουν λάθος αποφάσεις. Να κάνουν πράξεις, που θέτουν την υγεία τους, αλλά και την υγεία των γύρω τους σε κίνδυνο.

    Ως εκπρόσωπος της νέας γενιάς αναρωτιέμαι και προβληματίζομαι για το μέλλον. Έχω στόχους, που θέλω να πραγματοποιηθούν, κάνω όνειρα για τη ζωή. Για μια καλύτερη ζωή.

    Η ζωή είναι γλυκιά και πολύτιμη. Όσο γλυκιά όμως είναι, άλλο τόσο επικίνδυνη μπορεί να γίνει, όταν παίρνουμε τις λάθος αποφάσεις, όταν αφήνουμε τους άλλους να μας παρασύρουν, όταν δεν ενημερωνόμαστε σωστά και επιτρέπουμε σε εθισμούς και κακές συνήθειες να μας παρασύρουν.

    Καθημερινά βλέπω γύρω μου φίλους, συμμαθητές μου ή νεαρά άτομα, αγόρια και κορίτσια, να καπνίζουν τσιγάρο κανονικό ή ηλεκτρονικό. Αρκετοί καπνίζουν χωρίς να ξέρουν τι κακό κάνουν στον εαυτό τους, ενώ άλλοι πάλι, αδιαφορούν για αυτό. Υπάρχουν και παιδιά, που καπνίζουν, για να αισθάνονται μεγαλύτεροι ή για να μπουν σε μια παρέα. Όπως λένε «είναι πολύ cool».

    Αναρωτιέμαι, γιατί αυτά τα παιδιά επιλέγουν να είναι οι ακροβάτες της ζωής; Γιατί επιλέγουν να βαδίζουν σε ένα τεντωμένο σχοινί ψηλά, χωρίς προστατευτικό δίχτυ από κάτω; Γιατί ρισκάρουν την υγεία τους, επιλέγοντας μια ψευδαίσθηση, που, όπως λένε, τους λύνει όλα τους τα προβλήματα, όπως το τσιγάρο;

    Η ζωή είναι ένα πολύτιμο και μοναδικό δώρο, το οποίο πρέπει όλοι να το εκτιμάμε. Η ζωή αξίζει, όταν μπορούμε να ζούμε κάθε της λεπτό, να απολαμβάνουμε τις όμορφες στιγμές που μας χαρίζει, όταν μπορούμε να απολαμβάνουμε τα σπορ, το κολύμπι, όταν μπορούμε να τρέχουμε στην εξοχή ανέμελα, όταν μπορούμε να ανεβαίνουμε σε ψηλές βουνοκορφές, ρουφώντας άπληστα τον καθαρό αέρα. Όταν κάνουμε όνειρα για έναν καλύτερο κόσμο, πιο φωτεινό, πιο καθαρό, διάφανο! Όταν η ίδια η ζωή μας κόβει την ανάσα κι όχι ο εθισμός του τσιγάρου.

  • ΑΝΔΡΟΜΑΧΗ ΜΕΛΑ

    Πνιγμένος στον καπνό

    Ακόμη μια σχολική μέρα έφτασε στο τέλος της, αλλά είναι Παρασκευή, πράγμα που με κάνει σχετικά χαρούμενο.

    Ήμουν ήδη προετοιμασμένος για τον μαραθώνιο ταινιών με τον μπαμπά. Για να είμαι ειλικρινής, θα προτιμούσα οτιδήποτε άλλο από το Fast an’ Furious, αλλά τι να πει κανείς… Περπατώντας στον διάδρομο άκουσα πίσω μου τον Μάικ να με φωνάζει. Με σκούντηξε φιλικά στον ώμο. «Κάνω πάρτι σήμερα. Θες να έρθεις;» με ρώτησε. Εγώ δέχτηκα, αν και δεν αισθάνομαι άνετα μέσα σε όλον αυτόν τον κόσμο. «Όσο έχω τον Μάικ θα είμαι εντάξει», σκέφτηκα.

    Το βράδυ, πριν το πάρτι, οι γονείς μου με πλησίασαν και τον λόγο πήρε ο μπαμπάς. «Καλά να περάσεις» είπε «και μακριά από τσιγάρα, αλκοόλ και τέτοια». Εγώ χωρίς δεύτερη σκέψη συμφώνησα και ξέγνοιαστος έφυγα.

    Ήμουν τώρα στο κατώφλι του Μάικ και με δισταγμό χτύπησα το κουδούνι, που ο ήχος του θύμιζε καμπάνες εκκλησιάς. Πριν καλά καλά το καταλάβω, ο Μάικ ήταν ήδη στην πόρτα και χαμογελούσε.

    Μπήκα μέσα, όπου στο βάθος αναγνώρισα μερικά γνωστά πρόσωπα ξεκινώντας μια ανιαρή συζήτηση που ευτυχώς διακόπηκε από μια ξαφνική ερώτηση. «Θέλεις ένα;», μου είπε ένα παιδί και άνοιξε ένα πακέτο τσιγάρα. Εγώ δεν ήξερα τι να κάνω, πώς να αντιδράσω. Ήμουν μόλις δεκατριών χρόνων, αλλά η καθησυχαστική φωνή του Μάικ, η χαρά στα πρόσωπα των άλλων, όλα με έκαναν να νιώσω καλύτερα. Η γεύση ήταν περίεργη, πικρή και γλυκιά μαζί. Με ενθουσιασμό εισέπνευσα τον καπνό που με έπνιγε, βήχοντας δυνατά.

    Φεύγοντας, τύψεις με κατέβαλαν. Είχα εντελώς ξεχάσει την προειδοποίηση του πατέρα…

    Ένιωσα μόνος μου, το κεφάλι μου βούιζε. «Γιατί δημιουργείς τόσο μεγάλο δράμα για το τίποτα;», προσπάθησα να με καθησυχάσω. Μα μάταια. Τα χέρια μου έτρεμαν, ήξερα πως δεν έπρεπε να είχα πει ψέματα. Ευχόμουν να ήταν η πρώτη και τελευταία φορά.

    Τι με έπιασε; Δεν ξέρω. Μισώ τα ψέματα, το τσιγάρο, τους «φίλους» που με πίεσαν. Δεν έπρεπε να συμβεί ξανά, ξέρω καλά τις συνέπειες και θυμώνω με μένα!

    Δεν βιάστηκα να γυρίσω σπίτι. Ήμουν όμως έτοιμος να ζητήσω συγγνώμη και να ορκιστώ στον εαυτό μου ότι δεν θα το ξανακάνω ποτέ. Δεν θα ξανακαπνίσω ποτέ.

  • ΣΝΚ22

    Κάπου ανάμεσα στα όνειρα…

    Τον βλέπω ξαπλωμένο μες στην εντατική, ακίνητο, αναίσθητο, σχεδόν νεκρό. Θέλω να τρέξω, να του ανακατέψω τα μαλλιά και να του τραβήξω αυτά τα άθλια σωληνάκια και τη μάσκα, σαν φίμωτρο κολλημένη στο πρόσωπό του, αλλά αντιστέκομαι στην παρόρμηση. Νιώθω πως ακόμη λίγο θέλω, για να εκραγώ. Θέλω να ουρλιάξω, να κλάψω ή να αρχίσω να φωνάζω. Ή καλύτερα και τα τρία μαζί. Πάντως σίγουρα ΔΕΝ θέλω να πεθάνει. Θυμάμαι την πλατεία, τα παιδιά κι εκείνον να γελά, λες και όλο το κακό που συμβαίνει στον υπόλοιπο κόσμο δεν μας αγγίζει. Λες!!! Μου έρχονται ξανά δάκρυα στα μάτια, τα οποία μόλις μετά βίας συγκρατώ. ‘’Γιατί, γιατί, γιατί;;;’’ ρωτώ ξανά και ξανά τον εαυτό μου. Πνίγομαι, αλλά κάνω μια αποτυχημένη προσπάθεια να χαμογελάσω στη γιατρό που ήρθε. Η παραίτηση είναι ένας ψυχικός θάνατος. Κι όμως, είναι πιο εύκολο να κλειδώνω όλες τις παλιές αναμνήσεις και να κρύβομαι πίσω από ένα χαμόγελο. Τουλάχιστον προς το παρόν.

    Τρέχω. Το γρασίδι μου γαργαλά τις πατούσες, ο αγέρας μου χτυπά το πρόσωπο και βλέπω εκείνη μπροστά μου να τρέχει. Τα μαλλιά της ανεμίζουν, τα κοιτώ υπνωτισμένος, και συνεχίζω να τρέχω. Ανασαίνω τη γλυκιά μυρωδιά της άνοιξης, σε βουνό είμαστε στο κάτω κάτω. Σταματάμε στην άκρη του φαραγγιού και απολαμβάνουμε τη θέα. Για την ακρίβεια, αυτή απολαμβάνει τη θέα. Εγώ κοιτάζω εκείνη. Σκέφτομαι πόσα περάσαμε μαζί, πόσο με στήριξε και πως πάντα ήταν δίπλα μου. Έχουμε μια φιλία, που με τίποτα δεν θέλω να χάσω. Η γλύκα αυτής της ανάμνησης, όμως, ξαφνικά διακόπτεται από έναν οξύ πόνο στο στήθος. Μου ‘ρχεται πάλι αυτή η αποπνικτική μυρωδιά του καπνού απ’ το σπίτι μου, τα πάντα σκοτεινιάζουν, και πέφτω. Οι ήχοι γύρω μου ξεθωριάζουν, κι όλα μπερδεύονται: οι σειρήνες, οι φωνές, το κλάμα, το ρυθμικό μπιπ μπιπ των μηχανημάτων…

    Κουνήθηκε. Όχι. Τραντάζεται. Από σπασμούς.

    Πονάω. Σηκώνομαι και πέφτω, σηκώνομαι και πέφτω, ξανά και ξανά, χωρίς να μπορώ να σταματήσω, χωρίς να μπορώ να πάρω ανάσα.

    Του κάνουν ένεση. Τον βλέπω να τρέμει για λίγο και μετά να ηρεμεί. Σπεύδω κοντά του με την καρδιά έτοιμη να ξεπεταχτεί από το στήθος μου και του πιάνω το χέρι, είναι παγωμένο.

    Τα βλέφαρά μου τρεμοπαίζουν και με δυσκολία ανοίγω τα μάτια. Το φως με τυφλώνει, νιώθω σαν να μου ξεκόλλησαν το στέρνο και μετά να μου το ξανακόλλησαν με κολλητική ταινία. Όμως βλέπω εκείνη και για χάρη της συνεχίζω να προσπαθώ να αναπνέω.

    Τα μάτια μου τρέχουν. Τον βλέπω να με κοιτάει, πασχίζοντας να μη λιποθυμήσει. Αυτή τη φορά εγώ είμαι που τραντάζομαι, όμως από το κλάμα. Με δυσκολία σηκώνει το χέρι του και μου χαϊδεύει τα μαλλιά κι εγώ κλαίω ακόμη πιο πολύ. Παρόλα αυτά σκύβω και μέσα από τους λυγμούς και τα αναφιλητά του ψιθυρίζω ένα ‘’Αντέχεις;’’ και ένα ‘’Σε αγαπώ’’.

    Δεν μπορώ να μιλήσω, αλλά αν μπορούσα θα της έλεγα πως ναι, ακόμη αντέχω, και θα συνεχίσω να παλεύω. Για εκείνη, για τη μητέρα μου, για τους ανθρώπους που αγαπώ, μα πάνω απ’ όλα για εκείνους που έχουν καρκίνο του πνεύμονα.

  • Ξενοφών

    Παλεύοντας για τον καλύτερο εαυτό μου

    Δευτέρα έξι το απόγευμα, εγώ στο γυμναστήριο μόνος. Πάλι. Η όλη κατάσταση με έχει κουράσει. Κάθε μέρα τα ίδια και τα ίδια… Αύξηση κρουσμάτων, περιορισμοί… Αν δεν είχε πληρώσει ο πατέρας μου, δεν ξέρω αν θα ’ρχόμουνα. Οι φίλοι μου δεν έρχονται πια. Τα όργανα γυμναστικής περιμένουν άχρηστα. Μπλα μπλα μπλα…

    Κι εκεί που μιζέριαζα με μόνη παρέα τη μουσική μου, ακούω επαναλαμβανόμενο ήχο. Βγάζω τ’ ακουστικά ν’ ακούσω καλύτερα… Κάποιος χτυπάει τον σάκο του μποξ. Ποιος είναι;

    Πήγα, λοιπόν, να δω και, όπως λένε, μία εικόνα ίσον χίλιες λέξεις. Κάθισα και χάζευα: Γεροδεμένο κορμί, φλέβα που πετάγεται παντού και μπουνιά σαν αστραπή κεραυνού. Κι αυτό που μου έκανε πιο πολύ εντύπωση ήταν οι κινήσεις του. Όλα στο κορμί του συντονίζονταν σε μία ακατάπαυστη κίνηση. Δεν ξέρω τι να πω… Έχω μείνει με το στόμα… κλειστό. Ένας άντρας τρίτης ηλικίας όλα αυτά ;

    Όταν τελείωσε με κοίταξε και μου έριξε ένα χαμόγελο. Σκούπισε τον ιδρώτα, ήπιε νερό κι ήρθε προς το μέρος μου. Έτσι γνωριστήκαμε. Τα μάτια του έλαμπαν.

    – Η άσκηση δεν έχει ηλικία, μου είπε.

    – Πώς; Ποιο είναι το μυστικό σας; Τον ρώτησα.

    – Δε σταματάω να κυνηγάω τα θέλω μου.

    – Τι εννοείτε;

    Η ιστορία του ήταν μεγάλη. Μέχρι τα 19 του χρόνια είχε μία πολύ κακή συνήθεια, κάπνιζε σα φουγάρο. Ο βήχας τον σκότωνε. Δεν άντεχε άλλο… Άσε που κόστιζε και ακριβά. Να δούλευε για τα πακέτα ή για να συντηρήσει τον εαυτό του. Και δεν ήταν μόνο αυτό, έτρωγε συνέχεια σαχλαμάρες, έπινε καφέδες και πάντα τους συνόδευε μ’ ένα τσιγάρο. Το γεγονός όμως που τον έκανε να τα σταματήσει όλ’ αυτά ήταν κάτι σημαδιακό. Μόλις στα 19 του έχασε τον πατέρα του. Μέσα σ’ όλα έφταιγε και το τσιγάρο που κάπνιζε. Οπότε αποφάσισε να μην πάθει και ο ίδιος κάτι κι αφήσει αργότερα τα παιδιά του να στεναχωριούνται. Ονειρευόταν να νιώθουν περηφάνια γι’ αυτόν. Από εκεί και ύστερα άρχισε να αθλείται. Η πυγμαχία έγινε κομμάτι της ζωής του. Της καρδιάς του. 45 χρόνια τώρα δεν έχει χάσει προπόνηση.

    – Σου έχω μία πρόκληση, μου λέει στο τέλος.

    – Πρόκληση; ρωτάω παραξενευμένος.

    – Ναι, και θέλω να την κρατήσεις. Μη σταματάς να κυνηγάς τα όνειρά σου. Βρες το δικό σου κουμπί και πίστεψε σε σένα. Τίποτα δεν μπορεί να σταματήσει αυτόν που

    πραγματικά θέλει να πετύχει τον στόχο του. Με τις σωστές επιλογές σου επίλεξε να γίνεσαι πιο όμορφος μέσα και έξω. Να έχεις το θάρρος να πετάς αυτά που σε βλάπτουν, να κάνεις όνειρα και να χαίρεσαι κάθε δευτερόλεπτο της ζωής σου. Την καθεμία ανάσα σου.

  • ΓΙΑΝΝΗΣ

    Το πάθημα που έγινε μάθημα

    Οι αναμνήσεις μου από την παιδική ηλικία έχουν στιγματιστεί από ένα συγγενικό μου πρόσωπο, τον θείο μου, που μονίμως τον θυμάμαι με ένα τσιγάρο στο χέρι όπου και αν βρισκόταν. Είχαμε περάσει πολλές οικογενειακές στιγμές μαζί αλλά όταν πέρασα στο Πανεπιστήμιο σε άλλη πόλη χαθήκαμε για κάποια χρόνια.

    Με τον θείο μου είχαμε καιρό να ανταμώσουμε, περίπου πέντε χρόνια. Κι όμως σαν χτες τον θυμάμαι, η τρομακτική αυτή μνήμη έχει μείνει ανεξίτηλη στο μυαλό μου. Το πρόσωπο του μπάρμπα-Στέφανου έμοιαζε πολύ ταλαιπωρημένο, θαρρείς πως μόλις γύρισε από πόλεμο. Η μυρωδιά του καπνού να μυρίζει από χιλιόμετρα μακριά σα να προειδοποιεί τον κόσμο. Μια αχνή ανάμνηση μου απομένει από τότε που μου εμπιστεύτηκε ο μπαμπάς πως από μικρός ο θείος έβλεπε συνέχεια τους γονείς του να καπνίζουν ακατάπαυστα και επιδεικτικά, η μητέρα του κάπνιζε συχνά και κατά τη διάρκεια της εγκυμοσύνης της. Ο θείος ακολούθησε το χούι τους. Από τότε που τον αντίκρισα ντρεπόμουν, φοβόμουν πως είναι άρρωστος, ο καπνός από το τσιγάρο του με περικύκλωνε πάντα. Αναφωνούσε συχνά με μια φωνή σαν να ξεψυχάει βραχνιασμένα :

    -Μη φοβάσαι δε θα πάθεις κάτι από τον καπνό.

    Και τα λόγια του πέταξαν σαν πουλιά. Τα λόγια του ήταν ανούσια και έρχονταν σε αντίθεση με την κατάστασή του, καθώς αυτός ο άνθρωπος αντικατόπτριζε τις συνέπειες που προκαλούν τα τσιγάρα. Ήταν ξεκάθαρο πως είχε διαλέξει τον δρόμο του, μα σα να απαρνιόταν το δώρο της ζωής από τον Θεό. Είχε κυριευτεί από τα πάθη του.

    Όπως οι περισσότεροι ηλικιωμένοι νιώθουν περήφανοι για τα παρελθοντικά τους κατορθώματα και θεωρούν πως δε τους καταλογίζεται ό,τι λάθος και να κάνουν έτσι και ο θείος μου δεν καταλάβαινε το κακό που έκανε στον εαυτό του. Κι όμως το συγκεκριμένο λάθος είχε συνέπειες και σοβαρές μάλιστα.

    Πρόπερσι ανταμώσαμε ξανά, είμασταν προσκεκλημένοι σε έναν γάμο. Καθόταν μόνος του σε μια γωνιά, κανείς δεν ήθελε να τον πλησιάσει, έζεχνε. Θαρρείς πως είναι ίδιος με πριν, κι όμως στα δικά μου τα μάτια είχε αλλάξει δραματικά η κατάστασή του. Τη στιγμή που είχε τελειώσει η τελετή και πετούσαμε ρύζι ξαφνικά ο θείος άρχισε να βήχει ανίκανος να αναπνεύσει. Ένας παρευρισκόμενος γιατρός τον πλησίασε και άρχισε τις ερωτήσεις. Ο θείος είπε ότι έχει αναπνευστικό πρόβλημα. Μεταφέρθηκε αμέσως στο νοσοκομείο και διεγνώσθη με καρκίνο του πνεύμονα. Ήταν σε ένα πολύ κρίσιμο σημείο η υγεία του εκείνη τη στιγμή.

    Όταν μας το ανακοίνωσαν αυτό οι γιατροί κάναμε όλοι προσευχές για να σωθεί. Λέγαμε ιστορίες για καπνιστές που γνωρίζαμε οι οποίοι δεν τα κατάφεραν μέχρι τα εβδομήντα τους, η ατμόσφαιρα ήταν αποπνικτική, ψυχοπλακωτική και άβολη. Αναμέναμε περιμένοντας από μέσα μας πότε θα τελειώσει, τελικά πήγαμε όλοι σπίτια μας μεσάνυχτα καθώς τον κράτησαν στο νοσοκομείο. Την επόμενη ημέρα ξυπνήσαμε από τα τηλέφωνα του νοσοκομείου, μετά βίας άνοιξα τα μάτια μου και σήκωσα το τηλέφωνο όταν πληροφορήθηκα πως ο θείος ήταν πια νεκρός.

    Στην κηδεία του μέχρι και το τελευταίο λεπτό της τελετής δεν εξέφρασε κανείς αιφνιδιασμένος λύπη γιατί κάθε φορά που τον αντικρίζαμε θλιβόμασταν σα να θρηνούμε προκαταβολικά για εκείνη τη στιγμή, δεν είχαν μείνει άλλα δάκρυα.

  • ΕΛΛΗ

    Με λένε Θανάση…

    Καθόταν, όπως πάντα, στην κουνιστή πολυθρόνα του μπροστά από το τζάκι, όταν χτύπησε το κουδούνι.

    – Ελένη, σε παρακαλώ άνοιξε την πόρτα, είπε στην γυναίκα του

    – Τώρα πάω, αγάπη μου, απάντησε,

    Μετά από λίγα δεύτερα ακούστηκαν συζητήσεις, αλλά αυτός συνέχισε να διαβάζει την εφημερίδα του. Ξαφνικά έτρεξαν στο σαλόνι τα δύο μικρά εγγονάκια του.

    – Παππού. Παππού….!!!

    – Τι κάνεις παππού Νάσο!

    Φώναζαν ταυτόχρονα.

    -Γεια σας παιδιά μου, είπε έκπληκτος.

    Ύστερα μπήκε και η Ελένη το σαλόνι και του εξήγησε πως ο συμβολαιογράφος επικοινώνησε με την κόρη τους, για να πάνε στην πόλη να υπογράψουν τα συμβόλαια μιας που πουλήθηκε το σπίτι! Για αυτό τα παιδιά θα έμεναν για λίγο εκεί. Τελικά, η Ελένη πήγε στην κουζίνα για να τελειώσει με το φαγητό και ο Νάσος έμεινε μόνος με τα παιδιά.

    – Παππού, θα μας πεις αυτή την ιστορία που μας υποσχέθηκες, ρώτησε το μικρότερο από όλα.

    – Πότε το έκανα αυτό, ρώτησε πονηρά ο παππούς.

    – Την Παρασκευή μας είπες ότι την επόμενη φορά που θα έρθουμε θα μας πεις μια ιστορία.

    – Αα! Βλέπεις παιδί μου είμαι πια μεγάλος, ογδόντα χρονών, και ξεχνάω, είπε πνίγοντας ένα γέλιο. Άντε, πηγαίνετε να βγάλετε τα μπουφάν σας και θα σας την πω.

    Τα παιδιά έτρεξαν και σε ένα λεπτό ήταν όλα πίσω στο σαλόνι καθισμένα στο πάτωμα έτοιμα να ακούσουν.

    – Λοιπόν …..πριν πολλά πολλά χρόνια υπήρχε ένα παιδί που το λέγανε Θανάση. Ο Θανάσης που λέτε κάπνιζε από τα δώδεκά του χρόνια.

    – Αααα, κακό παιδί ο Θανάσης, είπε η Τάνια που ήταν η μικρότερη.

    – Όχι κορίτσι μου, μην τον κατηγορείς! Βέβαια, για να καταλάβει κάποιος το νόημα μιας ιστορίας πρέπει να την ακούσει από την αρχή, αλλά εγώ αυτήν την αμέλησα. Ξαναρχίζουμε, ο Θανάσης ήταν οχτώ όταν οι γονείς του τον έβαλαν να δουλέψει.

    Όλοι γύρω του κάπνιζαν, οπότε θεωρούσε πως ήταν κάτι καλό. Όταν έφτασε στην ηλικία των δώδεκα, ο πατέρας του έκανε ένα μεγάλο λάθος και άφησε ένα αναμμένο τσιγάρο πάνω στο τραπέζι. Τότε έγινε το μοιραίο!

    – Δηλαδή δεν φταίει αυτός.

    – Όχι, απλά μεγάλωσε με λάθος πρότυπα. Και εσείς μια μέρα μπορεί να κάνετε κάποιο λάθος στο μέλλον, γιατί το είδατε από τους γονείς σας. Τέλος πάντων, συνεχίζω. Καθώς μεγάλωνε αυτός μεγάλωνε και η επιθυμία του για κάπνισμα. Έτσι από δύο εξελίχτηκαν σε ένα πακέτο τσιγάρα την μέρα. Μεγάλωσε, παντρεύτηκε, έκανε παιδιά, αλλά μυαλά δεν άλλαξε. Στα εξήντα του χρόνια διαγνώστηκε με καρκίνο στους πνεύμονες και ενώ ο γιατρός του απαγόρευσε το κάπνισμα αυτός δεν πτοήθηκε. Ώσπου μια μέρα…

    ≫Άντε πάτε τώρα να φάτε και θα την συνεχίζουμε αργότερα.

    – Όχι τώρα, παρακαλώώώ!!! είπαν όλα μαζί,

    – Καλά, πάμε. Μετά από μία γρήγορη θεραπεία ο καρκίνος κοιμήθηκε αλλά… η μια από τις κόρες του δεν ήταν τόσο τυχερή με το κάπνισμα, είπε ενώ κυλούσε ένα δάκρυ. Μόνο μετά από αυτό το τραγικό συμβάν σταμάτησε το κάπνισμα, γιατί κατάλαβε ότι το τσιγάρο μπορεί να βλάψει εκτός από τον ίδιο και τα πιο σημαντικά πρόσωπα στην ζωή του.

    – Ποιο τραγικό συμβάν παππού, είπε η μικρότερη.

    – Τίποτα καρδιά μου.

    – Παππού από πού βγαίνει το Νάσος;

    – Από το Θανάσης.

  • ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ

    Η ζωή να κόβει την ανάσα και όχι ο καρκίνος του πνεύμονα

    «Καλημέρα!» μου λέει η μαμά καθώς με φιλάει στο κεφάλι.. Βρίσκω τους γονείς μου να περιμένουν με όλες τις κούτες ήδη πακεταρισμένες και έτοιμες να μπουν στο αυτοκίνητο. Παριστάνω την ευτυχισμένη, βοηθάω και μπαίνω στο αμάξι.

    Τότε αρχίζουν να στροβιλίζονται στο μυαλό μου τα αντίο που είπα και τώρα, έπειτα από τόση συζήτηση, δεν μπορώ να αποδεχτώ το γεγονός ότι λέω αντίο και στο σπίτι μου! Το αμάξι αναπτύσσει ταχύτητα και το τοπίο θολώνει από τα δάκρυά μου.

    Έχουν περάσει τρεις μήνες και τίποτα δεν με κάνει να αισθάνομαι «σπίτι». Στο σχολείο τα παιδιά γνωρίζονταν από το Δημοτικό και δεν έχουν διάθεση να βάλουν κάποιον καινούριο στην παρέα τους. Τα βλέμματά τους είναι παγερά, γυάλινα σαν να έχουν βάλει ταμπέλα ‘μην πλησιάζετε!’. Η μοναξιά μου είναι τεράστια και ούτε στο νέο μας σπίτι δεν μπορώ να βρω παρηγοριά. Οι γονείς μου ζουν σε μία φαντασίωση τελειότητας..

    Ένα πρωινό μια ομάδα παιδιών με πλησίασε. Αποδείχτηκαν όλοι τους ευγενικοί μα μέχρι ένα όριο. Εγώ βέβαια ήμουν ενθουσιασμένη, κάθε μορφή παρέας ήταν ευπρόσδεκτη. Έπειτα από μερικές μέρες πρόσεξα κάτι κοινό που είχαν μεταξύ τους. Αυτό που τους καθιστούσε φίλους με κοινά ενδιαφέροντα. Κάπνιζαν. Μανιωδώς. Πάντοτε έβλεπα ανθρώπους να καπνίζουν, μα όχι έτσι. Η ανάγκη τους ήταν τεράστια! Ήμουν η μόνη της παρέας που δεν κάπνιζε και αυτό μου στερούσε την πλήρη φιλία τους.

    Έχει περάσει σχεδόν ένας χρόνος. Κάθομαι στο μπαλκόνι καπνίζοντας και αφηρημένα κοιτώ τον κήπο. Χθες είχε βρέξει και σήμερα λιακάδα καθώς έχει, τα λουλούδια βγάζουν μια υπέροχη μυρωδιά την οποία δεν μπορών να μυρίσω. Σκύβω προς ένα λουλούδι. Το τσιγάρο αναμμένο στο στόμα μου. Προσπαθώ να κλέψω λίγο από το μεγαλείο της φύσης και τότε συνειδητοποιώ πως το λουλούδι είχε αρχίσει να καίγεται!

    Στο σχολείο η γυμνάστρια μας υπενθυμίζει τον αγώνα τρεξίματος. Αποφασίζω να λάβω μέρος. Θυμάμαι πως μικρότερη ήμουν πολύ καλή σε αυτό. Όταν έτρεχα ένοιωθα ελεύθερη! Τη στιγμή που τερμάτιζα και συνειδητοποιούσα πως ήμουν πρώτη, το συναίσθημα της νίκης μου έκοβε την ανάσα! 2

    Η μέρα του αγώνα έφτασε. Η παρέα μου με κέρασε ένα τσιγάρο και μου ευχήθηκαν καλή τύχη. Νοιώθω έτοιμη. Αρχίζω να τρέχω. Όμως κάτι πηγαίνει λάθος. Βλέπω τους υπόλοιπους δρομείς να με προσπερνούν. Είμαι κουρασμένη. Ο παγωμένος αέρας μπαίνει στα πνευμόνια μου μα εγώ δεν μπορώ να αναπνεύσω. Όχι. Το κεφάλι μου το έχει περικλύσει ένα δακτύλιος και το σφίγγει. Όλο και περισσότερο. Προσπαθώ να ηρεμήσω. Παίρνω μια ανάσα. Πνίγομαι. Αρχίζω να βήχω. Επιβραδύνω. Και άλλα παιδιά με προσπερνούν. Θέλω να τα φτάσω μα δεν μπορώ. Μου έχει κοπεί η ανάσα.

    Τερματίζω τελευταία με χίλια ζόρια. Ο αέρας δεν μου φτάνει.. Όταν πια επανέρχομαι σε μια καλύτερη κατάσταση, νοιώθω έρμαιο.. Θέλω να καπνίσω. Μα τί να καπνίσω; Εγώ το μόνο που ήθελα ήταν να ταιριάξω, όχι να καταστρέψω τον εαυτό μου. Αυτό πρέπει να σταματήσει! Η ανάσα μου θέλω να κόβεται μόνο από ευτυχία, όχι από τσιγάρο.

  • VETS

    Το κάτοπτρο ενός σιγαρέτου

    Μήπως γνωρίζετε την κωμόπολη Πάχη; Βρίσκεται στις δυτικές συνοικίες της Αττικής, κτισμένη σιμά στον Σαρωνικό κόλπο. Κάθε απόγευμα, καθώς ο ήλιος παραχωρεί την θέση του στο άχαρο σκοτάδι, ένα παγερό αγέρι προκαλεί το ρίγος και διεγείρει τα ανήσυχα πνεύματα. Ιστορίες παλιές πηγαινοέρχονται στα στόματα των παλιών, άχαρες θύμησες που μάλλον να λησμονούν θα ήθελαν παρά να τις αναμοχλεύουν. Μια τέτοια ιστορία με έκανε να μιλήσω σήμερα.

    Λέγεται πως γύρω στο 1991, στο 2ο Γυμνάσιο εδώ στην Πάχη, ένα κτήριο υψηλό, μουντά βαμμένο, το οποίο περιβαλλόταν από μενεξέδες , μια έφηβη διαφορετική από τις άλλες φοιτούσε στην τότε Τρίτη τάξη. Άκουγε στο όνομα Ελεάνα, Ελεάνα Χαρρισιάν. Μία έφηβη με μακριά καστανά μαλλιά, με γυάλινα τιρκουάζ μάτια σαν το γαλανό της θάλασσας, αδύνατη και εντυπωσιακή εκ πρώτης όψεως. Την προσφωνούσαν καθηγητές και διευθυντάδες ευγενική και ιδιαίτερη με εύστροφο νου σαν το αιχμηρό μαχαίρι, ο οποίος γεννούσε πάντοτε θετικές και δημιουργικές σκέψεις.

    Πάντοτε όμως αυτή η οποία σε καταξιώνει είναι η vox populi ή αλλιώς η φωνή του λαού. Είχε λοιπόν με τον καιρό υποκύψει σε μια ηδονή, σ’ ένα πάθος μανιακό, που το ‘χε “ξεπατικώσει” από τους μάγκες του σχολείου. Το όνομά του: κάπνισμα. Τα ‘‘ιδανικά’’ πρότυπα μαθητών με την υποτιθέμενη μαγκιά του νταή κατάφεραν να την παρασύρουν και να διαβρώσουν τον ευαίσθητο χαρακτήρα της. Φυτό, άσχημη, δειλή και αφελή την αποκαλούσαν. Πώς αλλιώς να καταξιωθεί στον άγριο κόσμο του σχολείου, να γίνει μία από ΑΥΤΟΥΣ και από ΑΥΤΕΣ, τους μοδάτους και τις μοδάτες, τα ινδάλματα του σχολείου; Το τσιγάρο ήταν μια κάποια λύσις.

    Άντεξε όμως; Μία ημέρα βροχερή και θυελλώδη, καθώς καθόταν στις τσιμεντένιες κερκίδες και κάπνιζε, ένιωσε πόνους αφόρητους. Ανήμπορη να σηκωθεί, γονάτισε προς τους συμμαθητές της ζητώντας βοήθεια. Μάταια όμως. Τα μαλλιά της κάλυψαν το ωχρό πνιγμένο πρόσωπό της και η ζωή της σαν μια αύρα πέταξε. Τους έριχνε ένα βλέμμα ντροπής και μίσους όταν κείτονταν στην

    κερκίδα, επιδεικνύοντας σε όλους το μεγάλο της λάθος, τον απατηλό και τοξικό δρόμο του καπνίσματος, αυτού που της στέρησε μια φιλόδοξη ζωή με όνειρα αμέτρητα και ελπίδες.

    Υπάρχει ωστόσο συνέχεια στην ιστορία μας. Κάθε βράδυ, ακούγονται υπόκωφοι ήχοι σε αυτό το σχολείο, σκιές να κρατούν στριφτά και δύσοσμες νεφέλες να αναδύονται, ζαλίζοντας τους περαστικούς, τους παλιούς συμμαθητές της, που έφερναν στην μνήμη τους εκείνη την φιγούρα, την προδομένη από τη δύναμη και τη μαγκιά του τσιγάρου. Εκείνοι υποτάχθηκαν στον ζωντανό θάνατο των τύψεων, αλλά και στους αργούς και βασανιστικούς θανάτους, του καρκίνου και του άσθματος. Πικρό να ξέρεις πως ο καθρέφτης έχει δύο όψεις, έτσι δεν είναι;

  • ΝΟΣΤΑΛΓΙΑ

    Μπαμ!!!

    – Κάποιος να καλέσει το 166 !

    – Βοηθείστε τον!

    – Κάντε κάτι!

    – Δείτε, έρχεται βοήθεια!

    – Κρατήσου λίγο ακόμα.

    Αυτά ήταν τα τελευταία λόγια που άκουσα μετά το ατύχημα. Δεν είμαι και σίγουρος βέβαια, όλα είναι θολά από εκείνη την ημέρα.

    Το επόμενο πράγμα που ήξερα είναι πως ξύπνησα σε ένα δωμάτιο νοσοκομείου, αρκετά μεγάλο. Είχε λευκούς τοίχους και μύριζε κάπως σαν… χλωρίνη. Επίσης ξέρω πως δεν ήμουν μόνος μου. Υπήρχαν φωνές. Εκείνη την στιγμή θα ορκιζόμουν πως ήταν μέσα στο κεφάλι μου αλλά τώρα ξέρω πως ήταν αληθινές. Ξέρω πως ήταν μία γυναίκα και μιλούσε σε έναν γιατρό. Δεν αναγνώριζα την φωνή της. Ακουγόταν στενοχωρημένη, πολύ στενοχωρημένη. Έκλαιγε, το θυμάμαι πως έκλαιγε. Όχι μόνο έκλαιγε, θρηνούσε. Δεν θυμάμαι το γιατί, ήμουν ακόμα ζαλισμένος από την αναισθησία. Απλά θυμάμαι αυτήν, αυτήν να κλαίει. Το επόμενο πράγμα που θυμάμαι είναι τα μάτια μου να κλείνουν και ύστερα, απόλυτο σκοτάδι.

    Δεν ξέρω πότε ήταν η επόμενη στιγμή που άνοιξα τα μάτια μου. Ίσως να ήταν μετά από μια ώρα ή δύο, ίσως μετά από μέρες ακόμα δεν είμαι σίγουρος. Ήταν η πρώτη φορά που γύρισα το κεφάλι που και είδα ολόκληρο το δωμάτιο. Δίπλα από το κρεβάτι μου υπήρχε ένα άλλο κρεβάτι, με μια κοπέλα επάνω. Φαινόταν αρκετά νέα, σίγουρα όχι παραπάνω από 20 χρονών. Προσέχοντάς την λίγο καλύτερα κατάλαβα πως τα βλέφαρά της ήταν κλειστά. Κοιμόταν. Την ξανά κοίταξα, πιο προσεχτικά αυτή την φορά. Φαινόταν πολύ αδύναμη. Ίσα ίσα θα μπορούσε να ανοίξει τα μάτια της και αυτό με δυσκολία.

    Ύστερα από λίγο άκουσα βήματα. Μαζί με το άνοιγμα της πόρτας έκλεισαν και τα μάτια μου. Σαν το τρίξιμο που ακούστηκε να ήταν ο διακόπτης που έκλεινε και άνοιγε τα μάτια μου. Δεν ακούστηκε τίποτε άλλο έπειτα. Η απόλυτη ησυχία. Η ησυχία και το σκοτάδι με νανούρισαν και με πήρε απευθείας βαθύς ύπνος.

    Ξύπνησα ξανά μες την μέση της νύχτας. Επικρατούσε ένα χάος στο δωμάτιο. Δεν μπορούσα να καταλάβω τι γινόταν. Τα αυτιά μου βούιζαν από την φασαρία. Άνθρωποι πηγαινοέρχονταν, φωνές πολλές σκόρπιες στο δωμάτιο.

    Ξαφνικά, όλα σταμάτησαν. Δεν ακουγόταν τίποτα. Άξαφνα ακούστηκε κάτι.

    Ώρα θανάτου: 3:17 μμ. Αιτία: καρκίνος του πνεύμονα από κάπνισμα.

    Και πάλι, αυτή η γυναικεία φωνή …

  • Δανάη

    ΑΝΑΣΑ

    – Μάκη, Μάκη… Ξύπνα, πρέπει να πάμε στα παιδιά. Θα αργήσουμε!

    – Εντάξει, εντάξει, τώρα θα σηκωθώ, μην φωνάζεις! είπε ο Μάκης, σηκώθηκε αργά και ντύθηκε με ένα άσπρο πουκάμισο, μπλε παντελόνι και το μπουφάν του, παρόλο που έλεγε ότι δεν το χρειάζεται. Ένιωθε ακόμη νεαρούδι παρά τα 75 του χρόνια, ιδιαίτερα όταν είχε γύρω του να παίζουν και να γελάνε τα τρία του εγγόνια. Είναι η «ανάσα της ζωής μου», έλεγε! Και τα τρέλαινε στις αγκαλιές, τις καλικούτσες, τα κυνηγητά! Ναι, αν τον έβλεπε κάποιος από μακριά θα νόμιζε πως ήταν κι αυτός παιδί!

    Ο Μάκης, μέχρι να ετοιμαστεί η γυναίκα του, η Ευτυχία, θέλησε να κάνει ένα ακόμα τσιγάρο. Όμως δεν πρόλαβε καλά καλά να το ανάψει, όταν τον είδε η γυναίκα του και άρχισε να του φωνάζει.

    – Πάλι κάνεις αυτόν τον διάολο, ακόμα δεν ξύπνησες; Σβήστο γρήγορα και πάμε να φύγουμε! ..Αα, και μην ξεχάσεις να πάρεις τα σκουπίδια!

    Ο Μάκης τράβηξε λίγες ακόμη ρουφηξιές και το έσβησε μισοτελειωμένο.

    – Καλά, εντάξει, πάμε! Ένα κακό συνήθειο έχω κι εγώ ο καημένος, είπε σιγανά σαν να δικαιολογούνταν στον εαυτό του, πετώντας τις γόπες στη σακούλα των σκουπιδιών.

    Άρχισε να κατεβαίνει τις σκάλες, μέχρι να κλειδώσει η Ευτυχία την πόρτα. Κατεβαίνοντας βιαστικά, σταμάτησε απότομα, σαν να του έκοψε κάποιος τη φόρα, ένας αόρατος τοίχος. Άφησε κάτω τις σακούλες με τα σκουπίδια και ακούμπησε στον τοίχο, μέχρι να βρει την αναπνοή του. Κοίταξε προς τα πάνω. Ευτυχώς η γυναίκα του, δεν τον είχε δει. Βιάστηκε να ξαναπιάσει τις σακούλες. Ποιος θα άκουγε τις φωνές της; Θα άρχιζε πάλι για εξετάσεις και γιατρούς. Όχι, μια χαρά ήταν. Θα έβλεπε σε λίγο τα εγγονάκια του, τα αγγελούδια του, την ανάσα του….

    Για την ώρα συνήλθε σύντομα και δεν τον είδε κανείς. Mόνο να ΄ξερε…

    Σε λίγο έφτασαν στο πάρκο που τούς περίμεναν τα εγγόνια του. Μόλις τον είδαν, σηκώθηκαν και άρχισαν να χοροπηδάνε. Οι κραυγές τους ακούστηκαν σε ολόκληρο το πάρκο.

    -Παππού, παππού!

    Το πρόσωπό του φωτίστηκε και άρχισε να τρέχει προς το μέρος τους, να τα αγκαλιάσει, αλλά… Ένας πόνος, κάπου εκεί στο στήθος, τον έκανε να χλομιάσει. Τα βήματά του μπερδεύτηκαν και έπεσε κάτω, νιώθοντας μια έντονη δυσφορία. Δεν μπορούσε να πάρει ανάσα, όσο κι αν προσπαθούσε.

    Όχι μπροστά στα εγγόνια μου, σκέφτηκε και προσπάθησε να χαμογελάσει στα πρόσωπα από πάνω του που τον κοιτούσαν τρομοκρατημένα. Και το κράτησε αυτό το χαμόγελο όσο μπορούσε κι ας πάλευε για την ανάσα του. Κι ας έβλεπε τα εγγόνια του να κλαίνε στην αγκαλιά της κόρης του.

    -Ανάσες μου, ήταν το τελευταίο που ψέλλισε πριν μπει στο ασθενοφόρο και η τελευταία κουβέντα που άκουσαν ο δικοί του.

    Αυτή η στιγμή χαράχτηκε στα μάτια και τις ψυχές τους. Ποτέ δεν ξαναπήγαν σε εκείνο το πάρκο. Ποτέ δεν ξαναθέλησαν να κάνουν ό,τι έκαναν μαζί του. Ποτέ η ζωή τους δεν ήταν η ίδια, ξέροντας ότι δεν θα ξανανιώσουν την ανάσα του αγαπημένου τους παππού, όταν τα έσφιγγε στην αγκαλιά του!

  • ΜΕΛΑΝΙ

    Αν δεν……

    Η Ματίνα ήταν ένα 9χρονο κοριτσάκι. Με τα αδέλφια της και τους γονείς της πήγαιναν κάθε σαββατοκύριακο στην εξοχή. Είχε 3 αδέλφια. Αυτή ήταν η τρίτη στη σειρά. Η Μάρθα ήταν η μεγαλύτερη, 15 χρονών, ο Γιώργος ήταν ο δεύτερος, 12 χρονών, μετά ήταν η Ματίνα και στο τέλος, ο μικρός Γιαννάκης που ήταν 5 χρονών. Όταν έπαιζαν επιτραπέζια παιχνίδια, χωριζόταν σε δύο ομάδες, των αγοριών και των κοριτσιών. Το σπίτι δεν ήταν υπερβολικά μεγάλο αλλά ούτε και πολύ μικρό. Ήταν τέλειο! Υπήρχαν 4 δωμάτια. Ένα ήταν των γονιών τους, ένας ξενώνας και 2 παιδικά υπνοδωμάτια. Το ένα το μοιράζονταν η Μάρθα με την Ματίνα και το άλλο ο Γιώργος με τον Γιάννη. Το δωμάτιο των κοριτσιών ήταν ένα αλλά έμοιαζε με δύο. Η μια μεριά ήταν όλη ροζ, με ένα μεγάλο κρεβάτι που είχε πολλά μαξιλάρια. Ροζ κι αυτά. Έμοιαζε σαν πριγκιπικό. Από την άλλη μεριά, υπήρχε ένα κρεβάτι με μαξιλάρια αλλά όχι ροζ. Κυρίως μαύρα, κόκκινα και άσπρα. Δίπλα από κάθε κρεβάτι, υπήρχαν ράφια. Στην μια μεριά, τα ράφια ήταν γεμάτα με βιβλία για πριγκίπισσες, μονόκερους και μάγισσες ενώ η άλλη μεριά είχε βιβλία με ρομάνς, δράση, μυστήριο και κορνίζες. Τα γραφεία τους ήταν πάνω κάτω το ίδιο. Το ένα με πολύ ροζ και το άλλο με σκούρα χρώματα, πιο εφηβικό. Όπως μάντεψε ο αναγνώστης, η ροζ μεριά ήταν της Ματίνας και η άλλη της Μάρθας. Πριν από λίγο καιρό μετακόμισαν στην Αθήνα από τον Πολύγυρο. Η αλλαγή οφείλονταν στην προαγωγή του πατέρα τους. Ο κύριος Βασίλης ήταν δικηγόρος σε μια μεγάλη εταιρία και πήρε προαγωγή οπότε έπρεπε να πάει να δουλέψει στα κεντρικά γραφεία. Η μητέρα τους, κυρία Σοφία, δούλευε σαν διευθύντρια προσωπικού σε ένα ξενοδοχείο όμως έπρεπε να παραιτηθεί λόγω της μετακόμισης. Στις αρχές όλα κυλούσαν ομαλά. Το σχολείο πήγαινε καλά, δεν υπήρχαν εντάσεις στην οικογένεια και όλα τα παιδία έκαναν σύντομα παρέες. Εξακολουθούσαν να πηγαίνουν τις εκδρομές τους τα σαββατοκύριακα και να κάνουν διάφορες δραστηριότητες όλοι μαζί.

    Ένα βράδυ τα παιδιά άκουσαν έντονες φωνές από την κρεβατοκάμαρα. Οι γονείς τους μάλωναν. Η μητέρα τους ακούγονταν πάρα πολύ νευριασμένη και ο πατέρας τους μάλλον ήταν πιωμένος. Η Ματίνα σκέπασε το κεφάλι της με το πάπλωμα για να μην ακούσει τις φωνές. Την επόμενη μέρα οι γονείς τους έκαναν σαν να μην συνέβη τίποτα. Όμως αυτό συνεχίζονταν. Σχεδόν κάθε βράδυ ο πατέρας τους γυρνούσε πιωμένος και η μητέρα τους του φώναζε διάφορα.

    Μετά από λίγους μήνες, μια μέρα, μετά το μεσημεριανό, τους κάλεσαν όλους , εκτός από τον Γιαννάκη, στο σαλόνι. Ο Γιαννάκης είχε πάει σε έναν φίλο του να παίξουν. Ήταν πολύ σοβαροί οι γονείς.

    – Παιδιά θέλουμε να σας πούμε κάτι. Νομίζουμε ότι είστε αρκετά μεγάλοι, και εσύ Ματίνα, για να καταλάβετε. Η μητέρα μιλούσε με πολύ σοβαρό ύφος.

    – Τι να καταλάβουμε; Η Μάρθα ήταν εμφανώς αναστατωμένη και αγχωμένη.

    – Θα φτάσουμε και σε αυτό. Της απάντησε ο πατέρας. Εδώ και λίγο καιρό Θα έχετε παρατηρήσει ότι υπάρχουν κάποιες μικρές εντάσεις. Συνέχισε ο πατέρας.

    – Μικρές εντάσεις; Όλη η πολυκατοικία σας ακούει κάθε βράδυ. Ειρωνεύτηκε η Μάρθα.

    – Σε παρακαλώ άσε τον πατέρα σου να μιλήσει Μάρθα! Την μάλωσε η μητέρα της.

    – Όπως έλεγα, επειδή υπήρχαν κάποιες εντάσεις και για τον λόγω αυτό λοιπόν, αποφασίσαμε…. Ο πατέρας τους κοίταξε την μητέρα τους και αυτή του έγνεψε καταφατικά.

    – Αποφασίσαμε λοιπόν να πάρουμε διαζύγιο. Είπε ο πατέρας τους μετά από μια βαθιά ανάσα.

    – Το ήξερα! Ήμουν σίγουρη ότι θα γίνει κάτι κακό! Δεν μπορεί: μετακομίσαμε και όλα πήγαιναν τέλεια! Δεν ήταν λογικό! Η Ματίνα μόλις άκουσε τα νέα άρχισε να παραληρεί και να παραμιλάει καθώς έκανε βόλτες πάνω κάτω.

    Η Ματίνα δεν πολυκατάλαβε τι είχε μόλις συμβεί. Στην αρχή χάρηκε διότι νόμιζε ότι θα πάρουν κατοικίδιο αλλά μετά την αντίδραση της αδελφής της, αναθεώρησε τις σκέψεις της. Ο Γιώργος δεν είπε τίποτα. Μόνο σηκώθηκε και κλείστηκε στο δωμάτιό του για το υπόλοιπο της μέρας παίζοντας βιντεοπαιχνίδια για να ξεχαστεί.

    – Μαμά…. Ρώτησε η Ματίνα.

    – Ναι αγάπη μου; Χαμογέλασε η μητέρα της.

    – Τι σημαίνει διαζύγιο; Θα πάρουμε σκυλάκι; Απόρησε η Ματίνα.

    – Όχι χρυσό μου, δεν θα πάρουμε σκυλάκι. Απλώς, σε λίγο καιρό θα χρειαστεί να μένουμε χωρίς τον μπαμπά. Εξήγησε με απαλή φωνή η μητέρα της.

    – Γιατί; Πάει κάπου; Και πότε θα τον ξαναδούμε; Η Ματίνα άρχισε να βομβαρδίζει με ερωτήσεις της μητέρα της.

    – Φεύγει γιατί είναι καλύτερο για μας. Για να μην έχουμε άλλες φωνές. Θα πάει να μείνει στο σπίτι που του έγραψε η γιαγιά Ματίνα. Δεν ξέρω κάθε πότε θα τον βλέπετε ακόμα. Θα δείξει στο μέλλον. Έχεις άλλες ερωτήσεις; Απάντησε πάντα με απαλό τόνο στη φωνή της η μητέρα.

    – Μμμμ….. όχι. Καληνύχτα! Με ένα χαμόγελο και ένα γλυκό φιλί, η Ματίνα καληνύχτισε την μητέρα της και πήγε για ύπνο. Δεν της άρεσε η ιδέα του διαζυγίου καθόλου. Αν και ακόμα δεν καταλάβαινε πως θα έλυνε τον πρόβλημα των εντάσεων αν έφευγε ο πατέρας της.

    Μετά από μερικούς μήνες έγινε το δικαστήριο και αποφάσισε τα παιδία να μείνουν με την μητέρα τους. Θα έβλεπαν τον πατέρα τους 3 φορές της εβδομάδα. Σαββατοκύριακα και μια καθημερινή μαζί με τις γιορτές. Από εκείνη τη μέρα η Μάρθα έβγαινε και γύριζε αργά το βράδυ. Δεν το συνήθιζε. Τον τελευταίο καιρό, η Ματίνα παρατήρησε ότι η Μάρθα με το που γύριζε σπίτι έπλενε τα δόντια της. Στην αρχή νόμιζε ότι είχε φάει πολλά γλυκά και ήθελε να έχει καθαρά δόντια, όμως ,μια μέρα, όταν γύρισε από την βραδινή της έξοδο μύριζε περίεργα. Όπως όταν επισκέπτονταν τον παππού τους στο καφενείο. Και από τότε παρατηρούσε να συμβαίνει συχνά αυτό.

    Πέρασε 1 χρόνος από το συμβάν. Η Ματίνα θα έκλεινε τα 10 εκείνη τη μέρα. Μαζεύτηκαν όλοι μαζί σε ένα εστιατόριο που πήγαιναν συχνά. Ήρθε και ο πατέρας! Η Μάρθα είχε βγει βόλτα και θα τους συναντούσε στο μαγαζί. Άργησε βέβαια αλλά ήρθε. Αφού φάγανε και ήπιαν, η Μάρθα προσφέρθηκε να πάει να ζητήσει από τον σερβιτόρο να γεμίσει το μπουκάλι με νερό και να πάει στο μπάνιο επί της ευκαιρίας. Η Ματίνα κατάλαβε ότι η αδελφή της πήρε κάτι από της τσάντα της και το έβαλε στην τσέπη της. Μόλις έπιασε το μπουκάλι η Μάρθα, έβγαλε μια κραυγή πόνου, άφησε το μπουκάλι να πέσει και πριν προλάβει να πει ότι είναι καλά σωριάστηκε στο έδαφος.

    Την πήγαν αμέσως στο νοσοκομείο. Περίμεναν ώρες μέχρι να βγει ο γιατρός και να τους πει τα νέα.

    – Έχει καρκίνο στον πνεύμονα. Άκουσαν τον γιατρό να λέει. Η μητέρα τους ξέσπασε σε δάκρυα, ο πατέρας τους δεν μπορούσε να το πιστέψει, ο Γιώργος έμεινε σιωπηλός και ο Γιάννης δεν είχε καταλάβει τι είχε συμβεί και ρωτούσε πότε θα έρθει η Μάρθα. Όσο για την Ματίνα, θυμήθηκε ότι η θεία τους η Λώρα, η αγαπημένη θεία τους, αδελφή της μητέρας τους, πέθανε πριν μερικά χρόνια από καρκίνο στον πνεύμονα. Με τη σκέψη αυτή τρομοκρατήθηκε!

    – Μην ανησυχήτε. Είναι πρώτου βαθμού και με ένα χειρουργείο μπορούμε να τον απομακρύνουμε. Συνέχισε ο γιατρός. Μάλλον οφείλετε στο κάπνισμα. Είστε πολύ τυχεροί διότι συνήθως δεν εμφανίζονται συμπτώματα σε πρώτο βαθμό καρκίνου. Ο γιατρός ανακοίνωσε επίσης ότι το χειρουργείο θα γινόταν εκείνη τη στιγμή. Περίμεναν γύρω στη μια ώρα μέχρι να βγει ο γιατρός και να τους πει ότι όλα ήταν καλά και ότι η κοπέλα δεν διέτρεχε κανέναν κίνδυνο. Αφού συνήλθε από τη νάρκη, η Μάρθα εξήγησε τα πάντα στους γονείς της. Πως με το διαζύγιο έπεσε σε κατάθλιψη, πως με το τσιγάρο ξεχνιόταν και πως κατέληξε από ένα τσιγάρο στα τρία πακετάκια την ημέρα.

    Αυτά όλα έγιναν πριν από 20 χρόνια πάνω κάτω. Τώρα η Μάρθα έχει 2 μικρά παιδία και έναν σύζυγο, η Ματίνα είναι παντρεμένη, ο Γιώργος έχει ένα παιδί και μια υπέροχη σύζυγο και ο Γιαννάκης σπουδάζει ιατρική. Υπάρχουν πολλές φορές που η Ματίνα πιάνει τον εαυτό της να σκέφτεται: τι θα είχε γίνει αν δεν έπαιρναν διαζύγιο οι γονείς της; Αν δεν κάπνιζε η Ματίνα; Αν δεν είχαν μετακομίσει; Αν δεν……

  • Φωτεινούλα

    «Η ζωή να κόβει την ανάσα, όχι ο καρκίνος του πνεύμονα».

    Η δεκαοχτάχρονη Έλενα ήταν νεαρή αθλήτρια στίβου και μάλιστα από τις καλύτερες. Είχε κατακτήσει μετάλλια πάνω στον τομέα της άθλησης. Ωστόσο το γεγονός ότι στα δώδεκά της κάπνιζε είχε ως αποτέλεσμα να μην καταφέρει να φτάσει ποτέ στην κορυφή. Όπως είχε αναφέρει και η ίδια ξυπνούσε κάθε πρωί έχοντας πόνους στα γόνατα και στο κεφάλι της. Συχνά στις προπονήσεις η ανάσα της κοβόταν και δεν μπορούσε να συνεχίσει .Όμως, η κατάστασή αυτή κορυφώθηκε όταν διαγνώστηκε με καρκίνο του πνεύμονα. Η διάγνωση αυτή προκάλεσε στην ίδια αλλά και στους δικούς της κυρίως προβλήματα ψυχολογικά. Η κοπέλα δεν μπορούσε να επιτρέψει πως ο κόσμος του στίβου έληξε γι αυτήν. Επί τέσσερα χρόνια εκτός από επισκέψεις και χειρουργεία στα νοσοκομεία, εμφανιζόταν και σε ψυχιατρικές κλινικές.

    Ευτυχώς όμως η Έλενα αποδείχθηκε ηρωίδα και μαχήτρια. Νίκησε και τους ψυχολογικούς της φόβους αλλά και την αρρώστια. Μετά από αυτήν την ταλαιπωρία, μπορεί να μην ξαναέτρεξε ποτέ ωστόσο τη βλέπουμε να παίρνει μέρος σε συλλόγους και οργανώσεις που βοηθούν τα παιδιά με αυτό το πρόβλημα. Όπως συμπληρώνει και η ίδια η συμβουλή που δίνει στα παιδιά είναι πως «η ζωή σας θα πρέπει να κόβει την ανάσα και όχι μια επιπολαιότητα, η αγάπη για τον εαυτό σας όλα τα νικά».

  • ΡΕΝΑ

    Μη ρωτάς τι θα γινόταν εάν δεν…

    «Για πόσο ακόμα θα πληρώνω για το Θάνατό μου;» είπα, ώσπου τότε κατάλαβα τι εστί θάνατος ή μάλλον πως είναι να είσαι ζωντανός χωρίς πραγματικά να ζεις.

    Όλα ξεκίνησαν όταν ήμουν δεκαπέντε ετών και πήγαινα πρώτη λυκείου, βρισκόμουν μόνος στο παγκάκι την ώρα του διαλλείματος σε άσχημη ψυχολογική κατάσταση εξαιτίας των καθημερινών καβγάδων που βίωνα στο σπίτι από τις φωνές και τους τσακωμούς των γονιών μου. Δεν άντεχα άλλο είχα σκεφτεί ακόμη να βάλω τέλος στη ζωή μου. Ώσπου μια μέρα σαν από μηχανής θεός εμφανίστηκαν μπροστά μου ο Βασίλης και ο Δημήτρης, δεν χάρηκα όταν τους είδα διότι τα παιδιά αυτά είχαν την φήμη των νταήδων στο σχολείο, να πω την αλήθεια τους φοβόμουν λίγο επειδή στο παρελθόν είχα έρθει αντιμέτωπος με τις προσβολές τους απέναντι στο πρόσωπό μου. Όταν με πλησίασαν μου είπαν «επ …πάλι κλαψουρίζεις εσύ; μα καλά δε βαρέθηκες; τι έπαθες πάλι;», με εντυπωσίασε πολύ η αλήθεια είναι το ενδιαφέρον τους.

    «Φύγετε τούς» είπα, «αφήστε με ήσυχο!»

    « Ώπα μικρέ όχι σ’ εμάς αυτά!»

    «Αφήστε με.. .δεν είμαι καλά…»

    «Γιατί Κωστάκη τι σου συμβαίνει; , αν θες μπορούμε εμείς να σε βοηθήσουμε»

    Και εγώ τότε τους αφηγήθηκα τις δυσκολίες που βίωνα εκείνη τη περίοδο δεν ξέρω γιατί τους εμπιστεύτηκα….

    «Αααα μάλιστα μάλιστα…. αν θες η ζωή σου να αποκτήσει νόημα και να γίνεις ευτυχισμένος σου έχουμε τη λύση»

    «Μα πως γίνεται αυτό;», τους απάντησα δίχως να ξέρω τι πραγματικά σε κάνει ευτυχισμένο στη ζωή.

    «Θα σου δώσουμε να δοκιμάσεις τσιγάρο θα δεις τι ωραίο που είναι»

    «Όχι όχι…. δεν θέλω να δοκιμάσω εξάλλου το κάπνισμα βλάπτει την υγεία μας, μα καλά δεν γνωρίζετε τις μακροχρόνιες επιπτώσεις που προκαλεί στην υγεία μας;»

    «Έλα τώρα βρε Κωστάκη μην μας το χαλάς σιγά… ένα τσιγάρο μια στο τόσο δεν σου δημιουργεί πρόβλημα, εξάλλου αυτά είναι χαζομάρες που λένε οι γονείς και οι μεγαλύτεροι για να μας αποτρέψουν από αυτή τη πράξη μην τυχόν και πάθουμε τίποτα ή ακολουθήσουμε το λάθος μονοπάτι στη ζωή»

    «Σωστά… έχετε δίκιο»

    Αρχικά όταν το δοκίμασα πνίγηκα αλλά δεν ήθελα να φανεί κάτι τέτοιο…πάντως ένιωσα υπέροχα, αυτή η εθιστική οσμή και η αίσθηση που νιώθεις ότι ξεγελάει το μυαλό σου μου προκάλεσε ευχαρίστηση.

    «Λοιπόν Κωστάκη ή μάλλον Κώστα… τώρα με αυτή σου την πράξη έγινες άνδρας. Θέλεις να ενταχθείς στην παρέα μας; πίστεψέ μας θα χάσεις αν πεις όχι»

    Δυστυχώς είπα ναι…χωρίς να ξέρω τι μου επιφυλάσσει το μέλλον. Ίσως ήταν οι ανασφάλειες που ένιωθα, οι καταστάσεις που βίωνα ή το γεγονός ότι θα φαινόμουν σπουδαίος από τους άλλους από πάρα πολλούς….Η ζωή μου τότε άλλαξε απέκτησε νόημα, είχα δυο ανθρώπους που μου έδιναν σημασία με τους οποίους δεν φανταζόμουν ποτέ ότι θα έκανα παρέα λόγω του ότι οι χαρακτήρες μας ήταν διαφορετικοί. Πάντως δεν αποκάλυψα ποτέ στους γονείς μου ότι κάπνιζα.

    Οι καθημερινότητές μας με το Βασίλη και το Δημήτρη ήταν οι εξής: σχολείο, διάβασμα(μόνο εγώ για να είμαι ειλικρινής) και παίζαμε μπάσκετ στο γήπεδο της γειτονιάς μας ωραία ακούγονται όλα αυτά πάντως…αλλά στην πραγματικότητα δεν ήταν έτσι… Στην αρχή της γνωριμίας μας όντως γίνονταν αυτά. Αρχικά γνωριστήκαμε καλύτερα μιλήσαμε για τις οικογένειές μας και τους στόχους που είχαμε για το μέλλον εγώ ήθελα να γίνω ναυπηγός για να ασχολούμαι με την κατασκευή των πλοίων και να ταξιδεύω σ’ όλο το κόσμο. Αντιθέτως τα παιδιά δεν θεωρούσαν ότι το πτυχίο σημαίνει επιτυχία στη ζωή γι’ αυτό και δεν ενδιαφέρονταν για το σχολείο. Σε μία κουβέντα που είχαμε τους ρώτησα πόσα χρόνια καπνίζουν ο Βασίλης μου είπε δύο ενώ ο Δημήτρης τρία , ο οποίος παρότρυνε τον Βασίλη να αρχίσει το κάπνισμα. Εντυπωσιάστηκα στην αρχή όταν το άκουσα αλλά αργότερα τούς κατάλαβα διότι το κάπνισμα είναι μια καλή απόλαυση, εξάλλου η ζωή είναι πολλή μικρή για να λέμε όχι σε πράγματα που μας δημιουργούν χαρά. Συνήθως αγοράζαμε τρία πακέτα τσιγάρων ένα για το καθένα αλλά στη πορεία τα τρία πακέτα έγιναν πέντε την εβδομάδα. Δεν καταλαβαίναμε πόσο γρήγορα τελείωναν επακόλουθό του ήταν να Θέλαμε περισσότερα το ξέραμε ότι είχαμε εθιστεί και η ζωή μας εξαρτιόταν από το τσιγάρο αλλά δεν θέλαμε να το πιστέψουμε. Τα χρήματα τα παίρναμε κρυφά από τούς γονείς μας… πόσο έχω μετανιώσει!

    Τα απογεύματα συνηθίζαμε να πηγαίνουμε στο γήπεδο του μπάσκετ της γειτονιάς και παίζαμε, ήταν το δεύτερο μετά το κάπνισμα που μας προκαλούσε ευημερία. Ιδιαίτερα αξιοσημείωτο είναι το γεγονός ότι μετά από ενάμιση χρόνο σταματήσαμε για λίγο το κάπνισμα διότι αισθανόμασταν κουρασμένοι, είχαμε μια σωματική εξάντληση, δεν είχαμε αντοχή και λαχανιάζαμε εύκολα. Μετά από τέσσερις μήνες έφτασε ο καιρός που θα πηγαίναμε τρίτη Λυκείου όπου είχα βάλει στόχο να πετύχω την πρώτη μου επιλογή, ύστερα αποφάσισα να συγκεντρωθώ μόνο στα μαθήματά μου…δεν γνώριζα όμως τι αντιδράσεις θα προκαλούσε αυτή η απόφασή μου στα παιδιά «Μα καλά πως γίνεται να μας αφήσεις; εμείς ήμασταν αυτοί που σε βοηθήσαμε όταν περνούσες δύσκολα»

    «Το ξέρω παιδιά… και σας ευχαριστώ αλλά εσείς με αυτά που λέγατε και μου δείχνατε νόμιζα πως ήσασταν υπέρ του να κυνηγάω τους στόχους μου»

    «Ναι αλλά δεν ξέραμε ότι το εννοούσες από την αρχή γνωρίζαμε ότι ήσουν σπασίκλας αλλά που να το φανταστούμε…εμείς σε αλλάξαμε για να σε κάνουμε άνθρωπο και εσύ μας πουλάς; Ωραία λοιπόν…τέλος η φιλία μας σταματάει εδώ!» Αυτές ήταν οι τελευταίες κουβέντες μας στεναχωρήθηκα η αλήθεια είναι μου έλειπε η παρέα τους ωστόσο την επιλογή τους αυτή μου έδειξαν να καταλάβω με τι ανθρώπους συναναστρεφόμουν τόσο καιρό, μόνο στο σχολείο συναντιόμασταν μόνο καλημέρα λέγαμε. Λίγο καιρό πριν κλείσουν τα σχολεία ο Δημήτρης φαινόταν πολύ καταβεβλημένος προσπάθησα να τον ρωτήσω τι του συμβαίνει αλλά με απέφευγε.

    Και ναι ήταν Αύγουστος όταν βγήκαν τα αποτελέσματα των Πανελληνίων και είδα ότι είχα περάσει στη πρώτη μου επιλογή. Ήμουν τόσο ευτυχισμένος η ζωή μου θα άλλαζε προς το καλύτερο! Με τους συμμαθητές μου είχαμε αποφασίσει να διοργανώσουμε ένα πάρτι για να γιορτάσουμε την επιτυχία μας στις εξετάσεις, είχαμε παρευρεθεί όλοι εκτός από το Βασίλη και το Δημήτρη που ήταν καλεσμένοι αλλά δεν εμφανίστηκαν ποτέ….Όταν επέστρεψα σπίτι το βράδυ πριν ξαπλώσω για να κοιμηθώ δέχτηκα ένα μήνυμα στο τηλέφωνο ήταν από του Βασίλη χάρηκα όταν το είδα αλλά ανησύχησα για την ώρα, πίστευα ότι θα με συγχαίρανε για την επιτυχία μου αλλά όχι… .το μήνυμα έγραφε πως ο Δημήτρης βρίσκεται στο νοσοκομείο εξαιτίας κάποιου κάρδιο αναπνευστικού προβλήματος δεν θυμάμαι ακριβώς πως ονομαζόταν αλλά αυτό οφειλόταν στο κάπνισμα ο Δημήτρης εκείνη τη μέρα έφυγε στο Λονδίνο για να συνεχίσει εκεί τη νοσηλεία του και ο Βασίλης θα μετακόμιζε στη Κρήτη με τους γονείς του διότι οι γονείς του απολύθηκαν από τη δουλεία τους, στο τέλος του μηνύματος έγραφε «Ελπίζουμε κάποια μέρα να μας συγχωρέσεις για το κακό που θα μπορούσαμε να σου είχαμε προκαλέσει…. Καλή αρχή στη νέα σου ζωή Κώστα». Συγκινήθηκα όταν το διάβασα και συνειδητοποίησα πως η ζωή δεν είναι δεδομένη, ένας φίλος μου ήρθε αντιμέτωπος με τη φράση «ή κόβεις το κάπνισμα ή πεθαίνεις» θα μπορούσα να ήμουν και εγώ στη θέση του αν είχα συνεχίσει το κάπνισμα, δεν ρίχνω την ευθύνη στα παιδία γιατί θα μπορούσα εγώ ο ίδιος να είχα κόψει το τσιγάρο εγώ μόνο εγώ είμαι υπεύθυνος για την υγεία μου. Δυστυχώς οι συνέπειες του καπνίσματος δεν αργούν να φανούν μέσα σε 6 χρόνια ο Δημήτρης, ένα νέο παιδί, παλεύει για την υγεία τον. Γιατί; Ενώ γνώριζε , δεν ήθελε να πιστέψει αυτά που άκουγε και δυστυχώς έπρεπε να πάθει για να μάθει.

    Μερικές φορές τον πόνο και τις ασθένειες μπορούμε να τις δούμε και σαν μια ευκαιρία εξέλιξης και μάθησης… διότι το σώμα μιλάει προσπαθεί να ακουστεί τα συμπτώματα μας προειδοποιούν ότι κάτι κάνουμε λάθος φοβόμαστε να μην κολλήσουμε κάποιον ιό αλλά δεν γνωρίζουμε πως εμείς οι ίδιοι μπορούμε να βλάψουμε την υγεία μας με τον τρόπο ζωής μας. Είναι στενάχωρο το γεγονός ότι οι άνθρωποι φοβούνται τη λέξη « Θάνατος» αλλά δεν ανησυχούν για τις μέρες που περνάνε χωρίς να τις ζουν με πάθος και ενθουσιασμό, δεν ζουν στο τώρα αλλά περιμένουν να έρθουν οι καλύτερες μέρες αντί να πάνε οι ίδιοι σε αυτές, οι άνθρωποι δεν έχουν συνειδητοποιήσει ότι δεν ζούμε για πάντα. Ο Θάνατος πρέπει να μας υπενθυμίζει ότι ζούμε τώρα και μόνο τώρα ούτε στο μέλλον ούτε στο παρελθόν… Ο χρόνος είναι περιορισμένος ποτέ δεν ξέρεις πότε και πως θα τελειώσει αυτό το ταξίδι που ονομάζεται ζωή.. .με την πρώτη ευκαιρία ζήσε, η ζωή δεν είναι δεδομένη, η ζωή είναι απλή εμείς τη κάνουμε περίπλοκη. Ο πόνος διδάσκει τους ανθρώπους οτιδήποτε παίρναμε στη ζωή είναι μια δοκιμασία να μας υπενθυμίσει το πόσο δυνατοί είμαστε αλλά δεν το γνωρίζαμε τόσο καιρό. Πριν γκρινιάξεις για το οπουδήποτε συμβαίνει στη ζωή σου σκέψου πως κάποιοι άνθρωποι παλεύουν εκεί έξω για αυτήν, αναθεώρησε τις πράξεις σου και τις συνήθειες σου και δες τι είναι λάθος και τι όχι πριν είναι αργά.

    Μην ρωτάς τι θα γινόταν εάν δεν…. γιατί εσύ είσαι ο κυρίαρχος της υγείας σου!

  • Σκεπτόμενη Έφηβη

    “Γλυκιά ζωή”

    Οι περισσότεροι έφηβοι συνηθίζουν να περνούν ανέμελες στιγμές με τις παρέες τους. Ξέγνοιαστοι και γεμάτοι ενθουσιασμό ανακαλύπτουν τι σημαίνει πραγματικά το να ζεις. Αυτά, όμως, δεν ήταν αυτονόητα για τον έφηβο της ιστορίας μας, τον Διονύση.

    Από μικρό τον επισκέφτηκαν τα βάσανα, καθώς ο Διονύσης ήταν ένας πολύ κλειστός χαρακτήρας, ήταν από τα παιδιά που στόμα έχουν και μιλιά δεν έχουν. Οι γονείς του δούλευαν ολημερίς, για να του παρέχουν ό, τι περισσότερο μπορέσουν, μόνο που εκείνον δεν τον ευχαριστούσε τίποτα. Αυτό, γιατί αισθανόταν πως ήταν αδιάφορος σε όλους στον περίγυρό του και σχεδόν πάντα ήταν μόνος. Στο σχολείο τον χαρακτήριζαν ως παιδί φάντασμα. Στην πραγματικότητα κανείς δεν προσπάθησε ποτέ να τον πλησιάσει, με αποτέλεσμα όλοι να τον θεωρούν εύκολο στόχο για σχολιασμό και χλευασμό.

    Όταν ο Διονύσης έφτασε στα δεκαέξι, τίποτα δεν είχε αλλάξει. Όλα κυλούσαν με τον ίδιο, βαρετό γι’ αυτόν, τρόπο, ώσπου τον πλησίασε μία παρέα εφήβων προκειμένου να ‘’διασκεδάσει’’ λίγο, θέλοντας απλώς να δει πόσο απελπισμένος είναι να κάνει φίλους. Τον βρήκαν στην απόμερη γωνία που συχνάζει στα διαλείμματα μακριά από τους άλλους.

    -Μα καλά, με τόσο κόσμο και εσύ κάθεσαι μόνος σου; Τον ρωτάει ο «αρχηγός» της παρέας.

    -Ναι… όχι πως έχω κι άλλη επιλογή. Κανείς δεν θέλει να κάνει παρέα μαζί μου… όλοι πιστεύουν πως είμαι ξενέρωτος, απάντησε ενοχλημένος ο Διονύσης.

    -Αν θέλεις, μπορείς να κάνεις παρέα μαζί μας! Αρκεί να γίνεις λίγο …πιο προχωρημένος, όπως εμείς…

    -Δηλαδή, τι πρέπει να κάνω;

    -Μπορείς για παράδειγμα να αρχίσεις το κάπνισμα, όλοι μας καπνίζουμε ούτως ή άλλως…

    -Μα… το κάπνισμα δεν θα κάνει κακό στην υγεία μου; Ρώτησε απορημένος.

    -Φυσικά και μπορεί, αλλά αν το αρχίσεις, σκέψου ότι θα αποκτήσεις πολλούς φίλους και πολλούς θαυμαστές, όλοι θα σε βλέπουν αλλιώς πλέον…

    Από τότε, λοιπόν, ο Διονύσης ξεκίνησε το κάπνισμα, γιατί αφελώς πίστεψε πως έτσι θα τον αποδεχόταν το κοινωνικό σύνολο .Με τον καιρό, όμως, άρχισε λίγο λίγο να νιώθει κάπως αδύναμος ,έπαψε να έχει την αντοχή που είχε στο παρελθόν. Δεν ήταν ικανός πια να τρέξει μεγάλες αποστάσεις, χωρίς να σταματήσει λαχανιασμένος. Οι γονείς του άρχισαν να ανησυχούν όλο και περισσότερο με την συμπεριφορά του γιου τους. Μόλις κατάλαβαν ότι καπνίζει, προσπάθησαν να τον μεταπείσουν, αλλά μάταια. Όλα άλλαξαν, ωστόσο, όταν ο Διονύσης ένιωσε ξαφνικά έντονους πόνους στο στήθος. Οι γονείς του τον μετέφεραν στο νοσοκομείο έγκαιρα και οι γιατροί διέγνωσαν μεγάλο πρόβλημα στο αναπνευστικό. Κατάφερε να συνέλθει, αλλά του ξεκαθάρισαν πως το κάπνισμα ευθύνεται γι’ αυτό και πως πρέπει να το σταματήσει άμεσα και οριστικά, αν θέλει την υγεία του. Τότε συνειδητοποίησε πόσο κακό κάνει το τσιγάρο στον άνθρωπο και πόσο εύθραυστη είναι η ζωή μας. Ένιωσε άσχημα που άφησε να τον παρασύρουν άνθρωποι, που ήθελαν το κακό του. Σταμάτησε, φυσικά, το κάπνισμα άμεσα έχοντας τους γονείς του στο πλευρό του.

    Όλη αυτή η διαδικασία δεν ήταν εύκολη, βέβαια, αλλά τα οφέλη της φάνηκαν σύντομα στην πορεία. Είχε πλέον ενέργεια, ζωντάνια, αντοχή και κέφι και συνειδητοποίησε πόσο γλυκιά είναι η ζωή όταν αγαπάς και σέβεσαι τον εαυτό σου.

  • Ατλαντίδα

    Απρόσμενο τέλος

    – Γιαγιά, εσύ γιατί δεν καπνίζεις;

    – Γιατί δεν είναι καθόλου, μα καθόλου καλό. Μιας και το ανέφερες, είναι η ώρα να σας διηγηθώ μια ιστορία.

    Έτσι η γιαγιά άφησε στην άκρη το πλεκτό της και τα γυαλιά της, κάθισε πιο αναπαυτικά και ξεκίνησε να μας διηγείται.

    Μερικά χρόνια πριν, ξεκίνησα να κάνω παρέα με μια κοπέλα, που στην πορεία γίναμε και φίλες, όμως αυτή η κοπέλα κάπνιζε πολύ, τόσο πολύ που τα χέρια της είχαν γίνει κίτρινα. Όλοι της έλεγαν να το κόψει, αλλά εκείνη δεν μπορούσε. Της ήταν πολύ δύσκολο. Οι άνθρωποι που συναναστρεφόταν, άρχισαν σιγά-σιγά να απομακρύνονται από εκείνη, διότι απεχθάνονταν την μυρωδιά του τσιγάρου. Εκείνη στεναχωριόταν πολύ, καθώς φαινόταν πως η μοναξιά την απειλούσε. Θεωρούσε πως το κάπνισμα δεν θα της έκανε τόσο κακό σε σχέση με την στεναχώρια που θα της προκαλούσε η απουσία των αγαπημένων της.

    Μετά από λίγους μήνες η φίλη μου άρχισε να μην αισθάνεται καλά, το κεφάλι της πονούσε αφάνταστα. Δεν πέρασε πολύς καιρός και η γυναίκα άρχισε να παρατηρεί και κάποιους πόνους στους πνεύμονες, οι οποίοι συνεχώς αυξάνονταν. Ένα πρωινό η γυναίκα άρχισε να αισθάνεται αφόρητους πόνους σε διάφορα σημεία τους σώματός της. Έτσι αποφάσισε να πάει στο γιατρό. Ο γιατρός δεν μάσησε τα λόγια τον: της περιέγραψε τη δύσκολη κατάσταση της υγείας της και της τόνισε ότι έπρεπε να σταματήσει το κάπνισμα αμέσως. Η γυναίκα σοκαρισμένη από αυτά που άκουσε πήρε την μεγάλη απόφαση να κόψει το τσιγάρο μονομιάς, όσο δύσκολο κι αν της ακουγόταν.

    Οι μέρες περνούσαν και η κατάσταση της υγείας της δεν είχε βελτιωθεί. Δυστυχώς οι σκέψεις που έκανε ήταν δυσάρεστες, με αποτέλεσμα να θέλει οπωσδήποτε ένα τσιγάρο, αλλά γνώριζε πως δεν θα έκανε μόνο ένα τσιγάρο…

    Ύστερα από κάποιους μήνες μετά από μια επανεξέταση του γιατρού διαπιστώθηκε πως η κατάσταση της βελτιώθηκε. Η χαρά που ένιωσε η γυναίκα ήταν απίστευτη, αλλά αυτό που δεν ήξερε κανείς ήταν ότι η ταλαιπωρία που περνούσε δεν είχε σταματήσει ακόμη. Q περίεργος βήχας που είχε, τα τασάκια που υπήρχαν στο σπίτι της όλα αυτά την έκαναν να θέλει να καπνίσει. Όμως η γυναίκα είχε έναν στόχο, έναν μυστικό στόχο. Αν και όλοι όσοι γνώριζαν την κατάστασή της Θεωρούσαν πως έκοψε το τσιγάρο για την υγεία της, ο λόγος ήταν άλλος. Ένας λόγος, ο οποίος έχει παραμείνει άγνωστος από τότε.

    Πριν λίγες μέρες αποφάσισε να συναντήσει άτομα, τα οποία από τότε που πάλευε για την υγεία της δεν είχε ξαναδεί. Όλοι ξαφνιάστηκαν που την είδαν ζωντανή, γιατί κανείς δεν την είχε ψάξει από τότε, κανείς… Μα ξαφνιάστηκαν ακόμη περισσότερο, όταν έμαθαν ότι προχώρησε τη ζωή της χωρίς το τσιγάρο. Παντρεύτηκε, έκανε μία υπέροχη κόρη, η οποία της χάρισε δύο αξιολάτρευτα εγγονάκια.

    Τέλος. Αυτή ήταν, παιδάκια μου, μια ιστορία, την οποία την ξέρω εγώ, η μαμά σας και τώρα και εσείς.

    – Γιαγιά μήπως είσαι εσύ αυτή η κοπέλα; Γιατί φαίνεται ότι γνωρίζεις τις σκέψεις της και μάλιστα πολύ καλά.

    – Μμμ… Ίσως να ήμουν εγώ, ίσως όχι, ποιος ξέρει;

  • ντομάτα

    Σαν σφουγγάρι

    Μια νύχτα συνέβη το μοιραίο. Ήταν μια από τις γνωστές ανούσιες απελπισίες μου για τα πιο ασήμαντα πράγματα. Τα πιο μικρά. Είχα πιει λίγο παραπάνω και καθόμουν στην πλατεία, όταν ξαφνικά μου ήρθε η ιδέα. Σηκώθηκα και παραπατώντας έφτασα στο μικρό σκεπαστό περίπτερο. Φεύγοντας γρήγορα από εκεί, χώθηκα σε ένα στενάκι. Και εκεί μια μικρή φλόγα ζέστανε τα παγωμένα από τον χειμερινό καιρό χέρια μου. Πήρα μια βαθιά ανάσα, έκανα μια ρουφηξιά. Και τότε σταμάτησαν όλα. Όλος ο πόνος έφυγε και η ψυχή μου ξελάφρωσε από το βάρος της συνείδησής μου. Δεν ένιωθα τίποτα. Μου άρεσε. Μου άρεσε πολύ και δε σταμάτησα. Κάπως έτσι γίνεται και με τα χρήματα. Κερδίζεις μερικά και μετά θέλεις όλο και περισσότερα. Απληστία.

    Έτσι και έγινε, με τον καιρό τα άδεια πακέτα ξεχείλιζαν από τις τσέπες μου. «Εάν δεν ενδιαφέρεσαι για εσένα, σκέψου εμένα! Σκέψου το παιδί σου! Τι θα πει για τον πατέρα του;», φώναζε η γυναίκα μου. Δεν είχε άδικο. Σίγουρα δεν ήμουν κανένα ηθικό πρότυπο. Ούτε για το παιδί μου ούτε για κανέναν. Καλά τα έλεγε, αλλά δεν την άκουγα. Βλέπετε, εγώ δεν το έβλεπα σαν τσιγάρο. Δεν το έβλεπα σαν ουσία. Για μένα ήταν σφουγγάρι. Ένα σφουγγάρι που στράγγιζε την ψυχή μου από τον πόνο. Ένα σφουγγάρι που στράγγιζε την αρνητική ενέργεια από τη ζωή. Ωστόσο, αυτό το σφουγγάρι δεν έκανε μόνο αυτό.

    Δυστυχώς στράγγιξε και άλλα. Άλλα πολλά που δεν ήθελα στραγγίξει. Τη δύναμη μου, την εμφάνισή μου ακόμα και μικρά πράγματα που ποτέ δε θεωρούσα σημαντικά μέχρι τότε. Και έτσι με τον καιρό όλα άρχισαν να ξεθωριάζουν, να χάνονται. Η μυρωδιά των ανοιξιάτικων λουλουδιών να ανθίζουν, ο κρύος αέρας να διαπερνά τους υγιείς πνεύμονές μου, το ζωηρό χρώμα του δέρματος μου, ακόμα και η γλυκιά αίσθηση της σοκολάτας να λιώνει στο στόμα. Και όχι μόνο. Βλέπετε, η αγάπη της γυναίκας μου για εμένα δεν ήταν η ίδια. Οι αγκαλιές του παιδιού μου είχαν λιγοστέψει. Και το μόνο που μου είχε μείνει στο τέλος ήταν η ευτυχισμένη ανάμνηση των παλαιών οικογενειακών μας στιγμών.

    Ήμουν έτοιμος να πέσω από τη λεπτή κλωστή πάνω στην οποία προσπαθούσα να ισορροπήσω τον ψυχολογικό μου κόσμο τόσο καιρό. Ήταν η πρώτη φορά που η ζωή έχανε το νόημά της. Αυτό συνεχίστηκε για κάμποσο καιρό. Μέρα με τη μέρα όλα γίνονταν χειρότερα, δυσκολότερα και πιο ανυπόφορα. Μέχρι που ένα βράδυ ξυπνάω ξαφνικά. Νιώθω έναν κόμπο τον λαιμό. «Αυτό ήταν; Τελείωσαν όλα;», αναρωτιέμαι φοβισμένος. «Όχι»! Τρέχω στο μπαλκόνι, μην μπορώντας να αναπνεύσω. Και εκεί!
    Ένας δροσερός καλοκαιρινός αέρας διαπερνά τον θώρακα μου, πλημμυρίζει τους ταλαιπωρημένους μου πνεύμονες και με αναζωογονεί. Η μόνη μου σκέψη; «Δεν μπορώ να ζω έτσι άλλο!» Ήξερα τι έπρεπε να κάνω…
    (Μπιπ. Μπιπ. Μπιπ)

    «Ιατρείο διακοπής καπνίσματος. Πώς μπορώ να βοηθήσω;»

  • Λομπάνι

    Τόσα τσιγάρα που έστριψε, πόνεσαν τα δάχτυλα. Για αυτό ξεκίνησε να αγοράζει έτοιμα. Απ’ τα καλής ποιότητας φυσικά. Και τα λεφτά; Είχε παιδιά να αναθρέψει. Άσε τα λεφτά, ο καθένας κάνει ό,τι θελήσει με τον κόπο του.

    Τόσος καπνός στο σπίτι, δεν μπορούσες να αναπνεύσεις. Οι προειδοποιήσεις για καρκίνο του πνεύμονα από τους γνωστούς, μπερδευόντουσαν στον μολυσμένο αέρα κι ύστερα χάνονταν για πάντα.

    Κάποτε βρέθηκε ένας θείος της γιατρός, την ενημέρωσε πως εκτός από εκείνη κινδύνευαν τα παιδιά της, όντας παθητικοί καπνιστές. Παρόλα αυτά, δεν πίστεψε πως υπήρχαν πιθανότητες να πάθουν κάτι, τον αγνόησε παντελώς.

    Από νηπιαγωγείο, μαθαίνουν τα παιδάκια για τις βλαβερές επιδράσεις του καπνίσματος. Έτσι και στη μικρή της κόρη -τρίτη δημοτικού πήγαινε- μοίρασαν ενημερωτικά φυλλάδια. Το μεσημέρι, όταν γύρισε απ’ το σχολείο, της το έδωσε ψελλίζοντας “μαμά, δε θέλω να πεθάνεις”.

    Το πήρε απόφαση λοιπόν, θα έκοβε μαχαίρι την κάκιστη αυτή συνήθεια. Πέταξε όλα τα τσιγάρα στα σκουπίδια. Κάθε φορά που της ερχόταν να καπνίσει, μάσαγε δύο-τρεις τσίχλες, να της φύγει η όρεξη. Ύστερα από λίγες μέρες, λύγισε. Δεν άντεξε και έτρεξε στο κοντινότερο περίπτερο να “εφοδιαστεί”. Ο φόβος είχε πια ξεθωριάσει. “Δεν πρόκειται να συμβεί τίποτα” σκέφτηκε, αφού με έναν μπλε αναπτήρα έβαλε φωτιά στο τσιγάρο και ταυτόχρονα στην ίδια της τη ζωή.

    Αρπάξτε τα τσιγάρα απ’ τα στόματα των γνωστών σας και ρίξτε τα στους κάδους. Ενημερώστε τους γονείς όσων ανήλικων καπνίζουν κρυφά, πίσω απ’ τα σχολεία. Προστατέψτε και προστατευτείτε. Γιατί πιάνοντας το τσιγάρο αποχαιρετάτε την υγεία σας, τις αντοχές και τα όνειρα σας. Αυτοί που εφησυχάζουν πως θα το σταματήσουν όποτε θελήσουν, τις περισσότερες φορές αποτυγχάνουν. Ελάχιστοι τα καταφέρνουν στο τέλος, κι αυτοί έχουν ήδη κάνει ζημιά στον εαυτό τους. Να μην καταντήσετε ποτέ σαν κι αυτή, τη Μάγδα.

    Που ακόμα κι όταν βγήκε η διάγνωση, καρκίνος του πνεύμονα τετάρτου βαθμού, δεν το άφησε. Εκεί, στο κρεβάτι του νοσοκομείου, ενώ ετοιμαζόταν να αφήσει πίσω της, τον άντρα, τα παιδιά της, τον σκύλο της, τη μάνα της συλλογιζόταν το τεράστιο λάθος της. Κάποιος είπε “Καλά να πάθεις”. Εκείνη συμφώνησε και τελειώνοντας το τσιγάρο της, έκλαψε μετανιωμένη σκεπτόμενη την οικογένειά της.

    Έκλαψε τόσο, ώσπου στέρεψαν τα δάκρυα.

    Στο νεκροταφείο της πόλης, μπαίνοντας, αντικρίζεις τον τάφο της. Πάνω στην πλάκα, χαραγμένη η φράση που ζήτησε:

    “Η ζωή να κόβει την ανάσα και όχι ο καρκίνος του πνεύμονα.”

  • Αλισάχνη

    Έβηξε

    Με τα μάτια μισάνοιχτα, παρατηρούσε το σαλόνι. Μια γκρίζα πολυθρόνα με ξύλινο σκελετό και προσεγμένο κέντημα βρισκόταν απέναντι από τον μαύρο δερμάτινο καναπέ, με τα ασορτί μαύρα μαξιλάρια, στον οποίο ήταν ξαπλωμένη. Ανάμεσά τους, ένα κοντό ξύλινο τραπέζι. Το βλέμμα της για μια στιγμή σταμάτησε σε ένα μεταλλικό τασάκι σε σχήμα ροδιού, γεμάτο αποτσίγαρα και στάχτες, που υψώνονταν σε ένα βουνό και το ξεχείλιζαν, βρομίζοντας το τραπέζι. Το πάτωμα σκέπαζε ένα χαλί ανατολίτικης προέλευσης, με χειροποίητους κόμπους και περίεργα μοτίβα.

    Το δωμάτιο ήταν σκοτεινό, παρά την πλατιά μπαλκονόπορτα απέναντι στα έπιπλα. Οι αχτίδες του ήλιου μπλοκάρονταν από τις γκρίζες κουρτίνες, που κρέμονταν σαν σαπισμένα αμπελόφυλλα. «Οι κουρτίνες δεν ήταν πάντοτε έτσι», σκέφτηκε. Το ζωντανό τους κίτρινο χρώμα ξεθώριασε, κάτω από σύννεφα καπνού. Κι όμως, αυτό το γκρίζο ταίριαζε απόλυτα με το υπόλοιπο σκηνικό, όπως συμπληρωνόταν από τη μυρωδιά του τσιγάρου που κατέκλυζε το δωμάτιο.

    Το τσιγάρο της είχε καεί μέχρι τη γόπα. Ανασηκώθηκε και το ακούμπησε απαλά πάνω στον σορό από τις στάχτες. Έπειτα, άνοιξε το πακέτο της, έβγαλε άλλο ένα καινούργιο τσιγάρο, μηχανικά, χωρίς σκέψη, όπως μηχανικά έπαιρνε την κάθε της ανάσα. Το τοποθέτησε ανάμεσα στα χείλη της, έβγαλε τον αναπτήρα από την τσέπη της, έσυρε το δάχτυλό της στο ροδελάκι του αναπτήρα και έβηξε.

    Έβηξε ξανά και ξανά, ωσότου το τσιγάρο της έπεσε από τα χείλη, πέφτοντας στο πάτωμα, ακριβώς μπροστά στα πόδια της. «Αρκετά για σήμερα, φτάνει!», είπε αποφασιστικά στον εαυτό της. Όμως ένιωθε τα έπιπλα να της ψιθυρίζουν, ποτισμένα από τον καπνό, να την ενθαρρύνουν να σηκώσει από το πάτωμα το τσιγάρο και να το ανάψει. Προσπάθησε να αντισταθεί, αλλά τα έπιπλα συνέχισαν. «Σκέψου πόσο ωραία θα νιώσεις…», «Σιγά, ένα τσιγαράκι είναι, τι κακό μπορεί να κάνει ένα τσιγαράκι;», έλεγαν και ξαναέλεγαν.

    Έκλεισε τα αυτιά της, προσπαθώντας να μπλοκάρει τα λόγια τους. Εκείνα συνέχιζαν, δυναμώνοντας τη φωνή τους, καθιστώντας το αδύνατο για εκείνη να μην τους ακούσει. Έχοντας χάσει πλέον τον έλεγχο του σώματός της, το ένιωσε να σκύβει και να σηκώνει το τσιγάρο. Το τοποθέτησε ανάμεσα στα χείλη της, επαναλαμβάνοντας τη γνωστή διαδικασία.

    Έβηξε.

  • Μ.Φ.

    Γεια σας, είμαι η Φωτεινή 17 χρονών και θα ήθελα να μοιραστώ την ιστορία μου κυρίως προς όλους τους νέους της ηλικίας μου.

    Είστε έτοιμοι; Πάμε…..

    Λοιπόν, η ιστορία μου ξεκινά κάπου στα 13 μου, η ηλικία που άρχισα το κάπνισμα.

    Δεν το άρχισα για μαγκιά ούτε για να «δειχτώ» στην παρέα ούτε με επηρέασε κανείς. Ήταν καθαρά και μόνο δικιά μου επιλογή. Το χρειαζόμουν για «παρηγοριά». Ένιωθα κενή, κανένας δεν ήταν πραγματικά δίπλα μου, ήμουν μόνη μέσα στον κόσμο, κάτι αχανές με διαπέρναγε μέσα μου. Οπότε, το πρώτο μου τσιγάρο το ζήτησα από μια κοπέλα στο σχολείο. Ήταν η διπλανή μου στην τάξη. Γενικότερα, δεν την θεωρούσα φίλη μου απλά μιλάγαμε λίγο και μέχρι εκεί. Βέβαια υπήρχε συμπάθεια και από τις δυο πλευρές, έτσι δεν δίστασε να μου το δώσει όταν της το ζήτησα. Θυμάμαι να βγάζει το πακέτο και να μου δίνει ένα την ώρα του διαλείμματος.

    Φοβόμουν να το βγάλω έξω από την τσέπη μου. Έτσι περίμενα να πάω σπίτι στο δωμάτιο μου να το δω. Το επεξεργαζόμουν στα χέρια μου σαν πεντάχρονο παιδάκι που παίρνει ένα νέο παιχνίδι.

    Δίσταζα να το κάνω για μέρες…

    Το φύλαγα… Ώσπου ένα βράδυ, είχα τσακωθεί με την μητέρα μου και κατέβηκα τις σκάλες στην πολυκατοικία μου και το άναψα. Μύριζε παντού ο καρκίνος…

    Ένιωθα χάλια που το έκανα αλλά δεν με χάλασε, το συνέχισα. Γιατί ήμουν τόσο ευάλωτη και χαζή τότε δεν το ξέρω;

    Δεν πέρασε καιρός και αγόρασα δικό μου πακέτο. Το ένα πακέτο έγιναν δέκα…και πάει…Είχα πλέον εθιστεί…

    Στο σχολείο δεν έπαιρνα φαγητό, κρατούσα τα δύευρα που μου έδιναν οι γονείς μου και τα μάζευα μέχρι να έχω τέσσερα ευρώ και τριάντα λεπτά για να αγοράσω αυτά τα μακρόστενα πράγματα που ήταν σαν μικρά σωληνάκια περιτυλιγμένα με άσπρα χρυσά χαρτάκια.

    Κανείς για αυτό το κακό που μου έκανα δεν ήξερε τίποτα… Εγώ συνέχιζα ακάθεκτη… Πέρασαν 2 χρόνια. Ήμουν 15. Έβηχα πάρα πολύ και ασταμάτητα.

     

    Όλη η κατάσταση επιδεινωνόταν μέρα με τη μέρα. Αλλά, εγώ συνέχιζα το κάπνισμα χωρίς να με νοιάζει καθόλου.

    Πονούσα στο στέρνο, αλλά και πάλι δεν έδινα καμία σημασία αλλά ούτε και κανένας άλλος. Κανείς δεν ασχολήθηκε και δεν ενδιαφέρθηκε για αυτό. Κανείς δεν βρέθηκε να μου πει κάτι. Ήμουν στο έλεος μου. Εγώ συνέχισα…

    Έβγαινα κρυφά από το σπίτι για να καπνίσω, «να παίρνω την δόση μου».

    Φερόμουν σαν ναρκομανής τότε. Χρειαζόμουν οπωσδήποτε μετά από λίγες ώρες τσιγάρο. Είχα εθιστεί για τα καλά.

    Μετά από όλα αυτά… Χειροτέρεψαν όλα στην υγεία μου. Συνεχόμενος, ξερός βήχας, όλο και πιο έντονος.

    Άρχισα να φοβάμαι λίγο…

    Τα βράδια μου ήταν εφιαλτικά. Είχα μεγάλη δυσκολία να κοιμηθώ. Πονούσα… Κάθε μέρα ήταν έτσι… Δεν μπορούσα πλέον να κρύψω τίποτα…

    Οι γονείς μου είχαν ανησυχήσει. Βρισκόμουν στη μέση του δωματίου και με βομβάρδιζαν με πολλές ερωτήσεις για το τι μου συμβαίνει. Μία ο ένας μία ο άλλος.

    Έτσι, πήραν την απόφαση να μου κλείσουν ραντεβού σε γιατρό. Στο άκουσμα της «ανακοίνωσης» αυτής αγχώθηκα αρκετά. Έτρεμα, δεν έτρωγα, δεν είχα όρεξη.

    Άμα μάθαιναν κάτι την επόμενη μέρα θα ήμουν «νεκρή». Φοβόμουν πολύ για το τι θα ακολουθούσε .

    Έτσι σκεφτόμουν και έκλαιγα.

    Έφτασε η μέρα…Διαγνώστηκα με άσθμα…

    Ο γιατρός με ρωτούσε αν καπνίζω κλπ. αλλά εγώ δεν είπα κουβέντα, διότι ήταν η μητέρα μου δίπλα δεν μπορούσα να πω τίποτα.

    Ήξερα πως είχα κάνει το χειρότερο .

    Έπειτα, οι γονείς μου να προσπαθούν να βρουν απαντήσεις στο πως; στο γιατί; Απάντηση από εμένα ποτέ δεν πήραν.

     

    Μου έδωσε ο γιατρός την θεραπεία που έπρεπε να ακολουθήσω, τα εισπνεόμενα και κάποια άλλα χάπια… Στα χάπια παρατήρησα πως υπήρχε ένα σημείωμα, το οποίο έγραφε: «Πρόσεχε τον εαυτό σου, τα πνευμόνια σου είναι κατεστραμμένα. Εγώ δεν θα πω τίποτα σε κανέναν. Θέλω μόνο να προσέχεις την υγεία σου».

    Δεν υπήρχε πουθενά το όνομα του αποστολέα, αλλά κατάλαβα πως ήταν από τον γιατρό.

    Τον ευχαριστώ αλήθεα!

    Οι μήνες περνούσαν και εγώ προσπαθούσα με «νύχια και με δόντια» να κόψω το τσιγάρο. Βέβαια, είχα φοβηθεί τόσο ώστε να μην αγοράζω πακέτο κάθε εβδομάδα, αλλά κάθε δύο με τρεις μήνες, ήταν κάτι φοβερό εκ μέρους μου.

    Όλα στο οργανισμό μου είχαν γίνει πιο ήπια…Αλλά στην ψυχική μου υγεία εκείνη την εποχή είχα πολλά νεύρα… Ήμουν πολύ νευρική… Δεν ήξερα πως να ξεσπάσω. Δεν είχα κάποιο τρόπο.

    Έτσι σκέφτηκα να πάω σε ψυχολόγο. Πήρα την συναίνεση της οικογένειας μου και τον επισκεπτόμουν κάθε 2 εβδομάδες. Εντωμεταξύ, ποτέ δεν εξέφρασα στους γονείς μου τον λόγο φυσικά, όμως το καλό είναι ότι μου επέτρεψαν. Είχαν τρομοκρατηθεί με το τι μου συνέβαινε εκείνη την περίοδο, με αποτέλεσμα να με προσέχουν περισσότερο από όλες τις απόψεις. Ήταν πιο καλοί μαζί μου σε όλα. Οι συνεδρίες πήγαιναν τέλεια. Είχα ηρεμήσει, με είχε βοηθήσει πάρα πολύ. Έμαθα πως να διαχειρίζομαι τα συναισθήματά μου, που να ξεσπάω, τι να σκέφτομαι όταν μου έρχεται αυτή η άσχημη επιθυμία.

    Φτάνουμε στο σήμερα λοιπόν…

    Το έχω μετανιώσει πικρά όλο αυτό. Ήταν κάτι άσκοπο, χωρίς νόημα δεν ξέρω πραγματικά τι σκεφτόμουν. Το κάπνισμα όχι μόνο σου ξοδεύει πολλά χρήματα αλλά πάει δυάδα με την καταστροφή της υγείας αλλά και της ψυχής.

     

    Ήμουν τρομοκρατημένη, δεν μιλούσα σε κανέναν για τα προβλήματα μου, τα κρατούσα όλα μέσα μου. Αβοήθητη και ευάλωτη στους πειρασμούς…

    Όμως, έμαθα. Κυρίως έπαθα και έμαθα.

    Καλώς ή κακώς το πρόβλημα υγείας που μου προέκυψε με έσωσε από τα χειρότερα.

    Όσο και να έβηχα όσο και να πονούσα άξιζε, διότι μόνο κάτι τέτοιο θα με «ταρακουνούσε» και θα με φόβιζε έτσι ώστε να αλλάξω τον τρόπο ζωής μου προς το καλύτερο.

    Ήταν κάτι βάναυσο δεν θα το κρύψω…

    Άμα θέλετε την προσωπική μου γνώμη, θα σας έλεγα μακριά από τον καρκίνο, μακριά από όλο αυτό.

    Μονό κακό μπορεί να προκαλέσει.

    Βρείτε νέα χόμπι να ασχοληθείτε, κάτι που να σας εμπνέει, κάτι που σας τραβάει το ενδιαφέρον, να ξεχνιόσαστε.

    Μην αρχίσετε το κάπνισμα όσο δύσκολη και να είναι η ζωή σας, θα σας προξενήσει στο μέλλον μεγάλο κακό.

    Μιλήστε σε κάποιον, ξεσπάστε με έναν άλλο τρόπο. Ούτε μαγκιά είναι όλο αυτό ούτε τίποτα cool!

    Προσέξτε την υγεία σας γιατί μία είναι η ζωή και δεν μπορείς να την επαναλάβεις, ας μην την σπαταλήσουμε με προβλήματα και με άσχημες συνήθειες

    Αυτά λοιπόν είχα να πω και να μοιραστώ, εύχομαι από την δική μου ιστορία να πήρατε και εσείς κάποιο μάθημα. Να προσέχετε τον εαυτό σας και να μην είστε επιρρεπείς στις επιβλαβείς ουσίες όπως το τσιγάρο και όχι μόνο!!!

  • Κ.Κ.

    Η ζωή να κόβει την ανάσα και όχι ο καρκίνος του πνεύμονα.

    Μου προσφέρεις πνοή σε κάθε μου βάδισμα… σε κάθε κίνηση του σώματος μου… χωρίς εσένα δεν ζω… υπάρχεις μέσα μου…

    Διάλεξες να μου στερείς την ανάσα δίνοντάς μου να κουβαλάω την χειρότερη αρρώστια… Την πολεμάω… Δεν θα επιτρέψω να μου κόψει το νήμα της ζωής…

    Δεν ξέρω γιατί και πως, όμως υπάρχεις… 2 χρόνια παλεύω μαζί σου… Με ρίχνεις κάτω, μα εγώ σηκώνομαι και στέκομαι πάλι… και πάλι παλεύω μαζί σου… Σε νικάω κάποιες φορές…

    Ξέρεις πως είναι να έχεις μια καθημερινή μάχη;

    Με τι;

    Ααα ναι σωστά δεν σας είπα… Καρκίνος… στον πνεύμονα…

    Πως, και γιατί δεν ξέρω… Στεναχώρια; Προβλήματα; Κάπνισμα; Ίσως λίγο από όλα, το ένα φέρνει το άλλο… Νομίζεις ότι καπνίζοντας τα λύνεις όλα… όχι λάθος, επιβαρύνεις πιο πολύ την υγεία σου… την ζωή σου… Και στο τέλος αρρωσταίνει το σώμα, αρρωσταίνει κάθε κύτταρο σου, κάθε μικρό σωματίδιο στο αίμα σου…

    Ξέρεις κάτι; Μια μικρή ίσως συμβουλή… πριν αρρωστήσω αγαπούσα την ζωή με όλη μου την ψυχή… Τώρα πια την εκτιμώ…

    Η ζωή είναι λίγη… Σε αυτό τον κόσμο είμαστε όλοι περαστικοί… γι’ αυτό απόλαυσε κάθε λεπτό την αξία της ζωής, με απλά πράγματα χωρίς βλαβερές ουσίες, έτσι όπως στην πρόσφερε ο Θεός.

    Ο έρωτας είναι αυτός που πρέπει να κόβει την ανάσα… Να μειώνει τον παλμό της καρδιάς… Να νιώθεις ότι το σώμα σου καταρρέει… Να κυριεύει την ζωή σου… Αυτό θέλω να μου κόβει την ανάσα…

    Αν υπάρχει ο έρωτας θα συνεχίσω να ζω και θα πολεμάω… Και αν δεν τα καταφέρω, και αν Καρκίνε μου κόψεις την ανάσα, και αν μου στερήσεις τη ζωή… Ικανοποιημένη θα κλείσω τα μάτια και με έρωτα γεμάτη θα φύγω από την ζωή…

  • Ανατολή

    καπνι(δεν)ΖΩ

    >> Και κάπως έτσι τελειώνει η ιστορία μου… Κάπως έτσι κόντεψα να πεθάνω!

    Ωωωωχ όμως τώρα είμαστε στην αρχή! Σωστά! Ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή λοιπόν!

    Ονομάζομαι Οδυσσέας Αναγνωστόπουλος και η ιστορία μου ξεκινά πριν μερικά -αρκετά τώρα που το σκέφτομαι- χρόνια. Συγκεκριμένα πριν 30 ολόκληρα χρόνια!

    Τότε ήμουν 17 ετών, μαθητής της Γ’ Λυκείου και υποψήφιος των Πανελλαδικών εξετάσεων. Ήταν μια πολύ πιεστική χρονιά για εμένα, με αμέτρητο άγχος και πολλές απαιτήσεις. Και τότε σαν από μηχανής θεός, λέμε τώρα, ήρθε στην ζωή μου ο μεγαλύτερος εθισμός μου. Το τσιγάρο.

    Όταν το έβαλα πρώτη φορά στο στόμα μου κόντεψα να πνιγώ. Υπέθεσα ότι αυτό παθαίνουν όλοι όσοι καπνίζουν για πρώτη φορά. Και επειδή θεώρησα ότι μία ίσον καμία, ξανά δοκίμασα. Και ξανά δοκίμασα. Ξανά και ξανά και ξανά. Δίχως τέλος.

    Αυτό ήταν και το μεγαλύτερο λάθος μου…

    Ξέρετε, τότε θεώρησα ότι το κάπνισμα θα με βοηθήσει. Θα μου μειώσει το άγχος και με αυτό τον τρόπο πίστευα ότι θα ένιωθα καλύτερα. Πράγματι έπεισα τον εαυτό μου ότι αυτό θα συνέβαινε. Λέγοντας σας αυτά σήμερα, καταλαβαίνω πόσο άδικο είχα. Καταλαβαίνω πόσο κακό μου έκανα.

    Να σημειώσω φυσικά, ότι όλα αυτά γίνονταν κρυφά. Οι γονείς μου και κανένας άλλος δεν έπρεπε να γνωρίζει τίποτα. Απολύτως τίποτα. Ντρεπόμουν. Αισθανόμουν ότι έκανα κάτι εξαιρετικά επιβλαβές και για αυτό δεν ήθελα να το μάθει κανείς.

    Είναι σχετικά εύκολο ορισμένες φορές να καταλάβεις ότι κάνεις κάτι λιγότερο καλό, κάτι εξαιρετικά βλαβερό, μάλιστα. Το γνώριζα. Αλλά δεν μπορούσα να σταματήσω. Και τότε σήμανε η αρχή του τέλους.

    Οι μέρες κυλούσαν σχετικά γρήγορα. Όσο πλησίαζαν οι πανελλήνιες, τόσο περισσότερο αυξάνονταν τα τσιγάρα που κάπνιζα μέσα στην ημέρα. Ταυτόχρονα άρχισα να εκδηλώνω μία νευρικότητα και επιθετικότητα, η οποία με απομάκρυνε από συγγενείς και φίλους. Όλοι θεωρούσαν ότι φταίει ο αόρατος αντίπαλος που ακούει στο όνομα ‘’Πανελλήνιες” και εγώ φυσικά ποτέ δεν αρνήθηκα κάτι τέτοιο, για να μην αποκαλυφθεί το μυστικό μου. Μεταξύ μας όμως, δεν έφταιγαν οι Πανελλήνιες.

    Για να μην τα πολυλογώ και σας κουράζω, στις Πανελλήνιες μια χαρά τα κατάφερα. Και εκεί που νόμιζα ότι ο γολγοθάς μου τελείωσε, ξύπνησα απότομα από τον λήθαργο και συνειδητοποίησα ότι τίποτα δεν είχε τελειώσει!

    Ως φοιτητής πλέον, ήμουν έτοιμος να ζήσω την ζωή μου. Είχα υιοθετήσει μάλιστα το motto
    “vivere pericolosamente’’ (ζήσε επικίνδυνα). Και αυτό έκανα. Ζούσα την κάθε στιγμή,
    έπαιρνα ρίσκα, ένιωθα την πλήρη ευχαρίστηση. Ή τουλάχιστον έτσι νόμιζα, καθώς σε κάθε

     

    ευχάριστη στιγμή, θα είχα ως συνοδοιπόρο φυσικά και ένα τσιγάρο για να “την ευχαριστηθώ ακόμα περισσότερο”. Πόση ευχαρίστηση όμως μου πρόσφερε ο καπνός, η νικοτίνη;

    Λάθος μου. Τεράστιο λάθος.

    Παρόλα αυτά συνέχισα κανονικά την ζωή μου, χωρίς να δώσω ιδιαίτερη σημασία στις πράξεις μου. Ολοκλήρωσα τις προπτυχιακές σπουδές μου και πλέον όλες οι πόρτες ήταν ανοιχτές. Καλώς ή κακώς η κοινωνία μας έχει αλλάξει σε μεγάλο βαθμό. Επομένως το ένα πτυχίο δεν ήταν αρκετό. Χρειαζόμουν και ένα μεταπτυχιακό, ένα διδακτορικό, γενικά το κάτι παραπάνω. Για να κάνω όμως κάτι τέτοιο χρειαζόμουν και χρήματα. Άρα και μια δουλειά.

    Και δουλειά βρήκα, και χρήματα μάζεψα και μετά από 5 χρόνια ξεκίνησα το μεταπτυχιακό μου. – Για να μην υπάρξουν παρανοήσεις, είχα φτάσει στα 27 μου χρόνια – Έκλεινα με λίγα λόγια δέκα χρόνια ως καπνιστής. Δέκα χρόνια που ούτε καν κατάλαβα πώς πέρασαν. Δέκα χρόνια παθητικής ζωής. Εξακολουθούσα παρόλα αυτά να μην δίνω σημασία στο καμπανάκι που μου έλεγε να λογικευτώ και να προσέχω.

    Υπάρχει ένα τραγούδι, αγαπητοί μου, που λέει :

    “Και τα χρόνια περνάνε
    και ό,τι τρώμε κερνάμε
    δίνουμε ό,τι αποκτάμε
    ώσπου κάτι τελειώνει.
    Και οι άνθρωποι φεύγουν
    και εμείς δεν αντιδράμε
    μάθαμε να ξεχνάμε
    και να μένουμε μόνοι.”

    Αυτό το τραγούδι έγινε ο ορισμός της ζωής μου. Σας ακούγεται λυπηρό ; Ναι είναι! Και τα χρόνια όντως περνάνε. Και καθώς περνούσαν εγώ έγινα ένα με τον εθισμό μου. Άρχισα να απομακρύνομαι από τους πάντες και τα πάντα. Έμεινα μόνος. Ήμουν εγώ και το πακέτο με τα τσιγάρα μου. Σταδιακά τα λίγα τσιγάρα που κάπνιζα άρχιζαν να γίνονται πολλά, τα πολλά έγιναν ένα πακέτο και το ένα πακέτο έγινε δύο την κάθε ημέρα!

    Κάπως έτσι άχρωμα, μονότονα, με τίποτα αξιοσημείωτο, πέρασαν άλλα δέκα χρόνια της ζωής μου. Ζούσα απλά την κάθε μέρα. Οι σχέσεις μου ήταν περιστασιακές και οι φίλοι μου ελάχιστοι. Και θα αναρωτιέστε τώρα πώς γίνεται κανείς – από όσους είχαν απομείνει κοντά μου τουλάχιστον- να μην παρατήρησε τίποτα. Εύκολη απάντηση. Ήξερα καλά να το κρύβω. Όλοι γνώριζαν ότι κάπνιζα, κανείς όμως δεν γνώριζε το πόσο κάπνιζα και εδώ και πόσα χρόνια κάπνιζα. Κανείς δεν το είχε προσέξει. Πάντοτε άλλωστε ήμουν μυστικοπαθής. Δεν ήταν κάτι καινούργιο αυτό για τους γύρω μου.

    Τα προβλήματα ωστόσο, όπως αντιλαμβάνεστε, ήταν πολλά. Πόσα να αντέξουν πια τα πνευμόνια μου ; Ήμουν χρόνιος υπερφανατικός καπνιστής. Άρχισα να κουράζομαι πιο εύκολα και να βήχω. Και πάλι όμως αγνόησα τα σημάδια.

     

    Χρειάστηκε να δυσκολέψουν πολύ τα πράγματα για να καταλάβω ότι έπρεπε να σταματήσω να καπνίζω. Η ρήση του λαού “το πάθημα να σου γίνει μάθημα” θα ευχόμουν να μην ισχύει! Δυστυχώς συμβαίνει το αντίθετο. Χρειάστηκε να πάθω για να μάθω.

    Και το κακό είναι ότι δεν έπαθα ακριβώς εγώ! Στα σαράντα μου λοιπόν έμαθα το μεγάλο μυστικό του πατέρα μου. Ήταν και αυτός εθισμένος καπνιστής. Πάντως, εγώ προσωπικά δεν τον είχα δει ποτέ να καπνίζει. Είχα φύγει αρκετά χρόνια από το σπίτι μου βέβαια, αλλά και ως παιδί δεν τον θυμάμαι ποτέ με τσιγάρο. Τελικά οι άνθρωποι είμαστε παράξενο όντα! Δεν συμφωνείτε; Κρύβουμε πολλά πράγματα από αυτούς που αγαπάμε για τους δικούς μας απροσδιορίστους λόγους!

    Το άλλο μεγάλο ερώτημα που προκύπτει λοιπόν, είναι πώς έμαθα το μυστικό αυτό. Ο πατέρας μου, όπως ενδεχομένως πολλοί από εσάς να φαντάζεστε, αρρώστησε. Αρρώστησε βαριά. Καρκίνο του πνεύμονα διέγνωσαν οι γιατροί. Και τότε ήταν που το σύμπαν κατέρρευσε. Ξεκίνησαν οι γνωστές θεραπείες. Χημειοθεραπείες, ακτίνες και λοιπά, και λοιπά. Ο καρκίνος όμως ήταν μεταστατικός και εξαπλώθηκε γρήγορα, προσβάλλοντας και άλλα όργανα. Δεν είχαν απομείνει και πολλές μέρες, τις οποίες θα μπορούσα να περάσω μαζί του.

    Ο χρόνος ήταν αδυσώπητος. Το ίδιο και η ασθένεια του.

    Ο πατέρας μου έφυγε από την ζωή. Και τότε η απώλεια είναι που χαράσσει ένα τεράστιο «γιατί;». Στεναχωρήθηκα, έκλαψα, θρήνησα, προσπάθησα να απαντήσω στο γιατί. Λογικό είναι να φεύγουν οι άνθρωποι από κοντά μας όσο μεγαλώνουν. Το ξέρω. Αλλά ο πατέρας μου έφυγε άδικα. Έφυγε επειδή κάπνιζε ασταμάτητα. Τότε απάντησα σε κάθε ερώτημα. Τότε κατάλαβα πόσο λάθος έχω κάνει. Κατάλαβα το κακό που έκανα όλα αυτά τα χρόνια στον εαυτό μου. Κατάλαβα ότι δεν θέλω να πεθάνω από κάτι που στην πραγματικότητα δεν μου προσφέρει απολύτως τίποτα.

    Αλλά υπήρχε πλέον χρόνος για να κάνω μια νέα αρχή ; Μπορούσα να αφήσω πίσω το παρελθόν, να κοιτάξω το παρόν και να φτιάξω το μέλλον ; Ή μήπως είχε αρχίσει η αντίστροφη μέτρηση ;

    Θα σας πω την αλήθεια. Λίγος χρόνος είχε απομείνει. Διάθεση και πρόθεση για αλλαγή απέκτησα. Η απόφαση μου ήταν οριστική και αμετάκλητη. Αλλά το τσιγάρο είχε αφήσει μέσα μου, το στίγμα του. Δεν είμαι απόλυτα υγιής και ούτε θα υπάρξω ποτέ ξανά απόλυτα υγιής. Εντούτοις, σταμάτησα το κάπνισμα και είδα αλλιώς την ζωή.

    Ξανά βγήκα έξω, γνώρισα κόσμο, ταξίδεψα, απέκτησα εμπειρίες. Ονειρεύτηκα. ..

    Και κάπως έτσι τελειώνει η ιστορία μου. Αυτή ήταν η δική μου Οδύσσεια. Κάπως έτσι έφτασα κοντά στον θάνατο, αλλά επέλεξα την ζωή!

    Ως όντα πολλά μπορούν να μας γίνουν εθισμός. Και επιτρέψτε μου να επικαλεστώ τις “έξεις” του Αριστοτέλη. Η επαναλαμβανόμενη πράξη ομοίων ενεργειών καταλήγει να γίνει συνήθεια. Καλή ή κακή. Αρετή ή κακία. Το αποτέλεσμα άπτεται της επιλογής μας!

    Σήμερα λοιπόν, σας μιλώ εδώ με πολλές διαφορετικές ιδιότητες. Ως πρώην εθισμένος καπνιστής, ως νυν αντικαπνιστής, ως βασικό πρόσωπο της νεανικής αντικαπνιστικής καμπάνιας, ως γιος, ως φίλος και κυρίως ως Άνθρωπος.

     

    Αυτό που πρέπει να καταλάβουμε όλοι σήμερα είναι ότι μπορούμε να κάνουμε πολλά αρκεί να το θελήσουμε.

    Σήμερα πρέπει να δώσουμε ένα τέλος στην έξη που λέγεται ‘’κάπνισμα”. Σήμερα πρέπει να προστατέψουμε τους νέους.

    Να θυμάστε ότι στη θέση μου μπορεί να βρισκόταν ο γιος σας, ο αδερφός σας, ο κολλητός σας ή ακόμα και εσείς.

    Ας ενωθούμε και ας δράσουμε ΤΩΡΑ, προτού να είναι αργά, γιατί η ζωή δεν περιμένει!

  • Ούρσουλα Μπουενδία

    Το έσβησαν μαζί

    Ήταν και οι δύο 17 χρόνων όταν εκείνο το βράδυ που βγήκαν ο Θάνος έβγαλε από την τσέπη του ένα μικρό κουτάκι… Το άνοιξε διστακτικά και τράβηξε από αυτό το περιεχόμενό του. Πρώτα το κοίταξαν. Έπειτα το παρατήρησαν. Πρώτη το άγγιξε η Ζωή λες και ήταν φτιαγμένο από γυαλί. Τα λεπτά και σα μάρμαρο ακροδάχτυλά της άρχισαν να κινούνται προς αυτό το περίεργο και – δυστυχώς- τόσο γνώριμο οπτικά κατασκεύασμα. Αφού το πήρε στα χέρια της, το μύρισε και θυμήθηκε τα οικογενειακά τραπέζια όταν ήταν μικρή που οι μεγάλοι κάπνιζαν μέχρι να τελειώσουν όλα τα πακέτα. Ο πατέρας της κάπνιζε πάντα ξαπλωμένος στον μεγάλο δερμάτινο καναπέ κρατώντας στο ένα χέρι το τσιγάρο και στο άλλο την εφημερίδα. <<Μετά από την οικογένειά μου αυτές είναι οι μεγάλες μου αγάπες. Τι άλλο να θέλει ένας άνθρωπος;>> έλεγε. Δεν γνώριζαν… Αυτό το μικρό ταξίδι αναμνήσεων διακόπηκε όταν ο Θάνος το άρπαξε αποφασιστικά από τα χέρια της και το έβαλε στα χείλη του. Το άναψε άγαρμπα με τον αναπτήρα που είχε στα χέρια του. Το ρούφηξε σχεδόν όπως ένα μωρό που γεύεται τον αέρα για πρώτη φορά.

    Η φλόγα αυτή έμοιαζε τόσο μυστήρια. Η καμπύλες του καπνού και οι σπίθες που διαφαίνονται καθώς ανάσαινε ζάλιζαν τη Ζωή. Για μια στιγμή τρόμαξε. Στα μάτια της η λάμψη αυτή καθρεπτιζόταν τόσο σκοτεινή. Στις κόρες τον ματιών της μπορούσες να δεις το γκρίζο αυτό αεράκι να ελίσσεται ανεξέλεγκτα. Τον πλησίασε, το πέταξε με μια κίνηση από το στόμα του και αυτό έπεσε στο φόρεμά της. Το γαλάζιο μεταξωτό φόρεμα της είχε πλέον μια μαύρη τρύπα που συνεχώς μεγάλωνε. Ο Θάνος την παρατηρούσε να μεγαλώνει και να μεγαλώνει χωρίς να παίρνει ανάσα. Η Ζωή φοβισμένη έπιασε το ποτήρι με το νερό και το έριξε στις πληγωμένες από τη στάχτη γαλάζιες κλωστές του φορέματός της.

    <Πού είναι;>>

    <Δεν ξέρω. Μάλλον θα το ξέχασες στο μπαρ. >>

    Ο Θάνος βγήκε από το αυτοκίνητο και κατευθύνθηκε προς το μπαρ της παραλίας. Ζαλισμένη λόγω της υψηλής θερμοκρασίας η Ζωή άνοιξε το παράθυρο να πάρει καθαρό αέρα. Αισθάνθηκε την αλμύρα της θάλασσας να εισέρχεται στα πνευμόνια της χαρίζοντας της έστω και για λίγο μια αίσθηση ελευθερίας.

    << Δεν τα βρήκα. Πάμε να πάρουμε από το περίπτερο του Τάκη. >>

    <<Καλά ηρέμησε! Πώς κάνεις έτσι;>>

    Με σπασμωδικές σχεδόν κινήσεις ο Θάνος άναψε τη μηχανή έκανε όπισθεν και έστριψε ώστε να κατευθυνθούν προς τον κεντρικό δρόμο. Η Ζωή κοιτούσε έξω από το παράθυρο όπως κάθε φορά. Όμως, σήμερα ο δρόμος της φάνηκε πιο μαύρος από ποτέ. Παρατηρούσε τις άσπρες λωρίδες που της θύμιζαν αρκετά τ α τοποθετημένα σε σειρά τσιγάρα που έστριβε στο σπίτι για τον Θάνο, ενώ οι πολυκατοικίες τις στοίβες από τα πεταμένα πακέτα. Μόλις γυρνούσαν στο σπίτι θα μαγείρευε, θα διάβαζε για την εξεταστική, η οποία πλησίαζε, και αφού θα του έστριβε δύο τρία τσιγάρα για να μπουν στη συλλογή του, θα κοιμόταν.

    Κόκκινο! Κόκκινο ήταν το φανάρι. Και οι δύο τους δεν το πρόσεξαν. Η Ζωή μόνο θυμήθηκε μια κόκκινη μικροσκοπική στα μάτια της κουκίδα στην οποία δεν έδωσε σημασία, καθώς ήταν απορροφημένη στις σκέψεις της. Τη θυμήθηκε ξαπλωμένη στο λευκό κρεβάτι με τα λευκά κλαδεμένα δέντρα που την περικύκλωναν. Έτσι, φανταζόταν από μικρή τα καλώδια στα νοσοκομεία. Αν και για πρώτη φορά δεν είχε τον ρόλο του επισκέπτη…

    Ξύπνησε αλαφιασμένος. Δεν ήταν σίγουρος πού βρισκόταν. Τελευταία εικόνα στο μυαλό του ήταν η βουτιά στη θάλασσα αγκαλιά με…τη ζωή. Κοίταξε τα χέρια του. Οι φλέβες του προεξείχαν τόσο που νόμιζε πως μόνο με μια μικρή κίνηση θα μπορούσε να τις ξεριζώσει. Αριστερά του υπήρχε ένα παράθυρο. Κλειστό. Μπορούσε να το χρησιμοποιήσει μόνο ως καθρέφτη. Δεν τον είχε ξαναδεί τόσο χλωμό. Στο πρόσωπό του αχνοφαίνονταν οι πρώτες ρυτίδες κι ας ήταν μόνο 25 ετών. Τα χείλη του έδειχναν σκούρα και αφυδατωμένα και τα άκρα του είχαν μουδιάσει. Τότε πρόσεξε πόσο αδύναμος φαινόταν. Του τα ‘λεγε η Ζωή… Είχε την ανάγκη να αφεθεί και πάλι σε αυτή την απολαυστική ζάλη. Προσπάθησε να σηκωθεί αλλά δεν τα κατάφερε. Αισθάνθηκε για ακόμα μια φορά αυτό τον αιφνίδιο πόνο στο στήθος του και άρχισε να βήχει. Όπως και χθες. Και προχθές. Περίπου τέσσερις μήνες τώρα.

    Άκουσε βήματα. Η νοσοκόμα τον πλησίασε και του έδωσε ένα ποτήρι νερό.

    <<Η κυρία είναι στο διπλανό δωμάτιο. Τραυματίστηκε μόνο στο χέρι της. Θυμήθηκε το χέρι της, το οποίο είχε πάντα ακουμπισμένο στο παράθυρο στηρίζοντας το κεφάλι της.>>

    Μα τι σκεφτόταν;

    <<Γνωρίζει για την κατάστασή σας;>>

    <<Όχι. Δεν της μίλησα ακόμα…>>

    Δύο μήνες νωρίτερα ο Θάνος αισθανόταν έντονη δύσπνοια στη δουλειά και οι συνάδελφοί του τον έπεισαν να επισκεφτεί έναν πνευμονολόγο. Η ακτινογραφία έδειχνε τα πρώτα σημάδια καρκίνου στον πνεύμονα.

    <<Ευτυχώς δεν έχει προχωρήσει πολύ. Μην ανησυχείς. Όλα θα πάνε καλά αρκεί να συνεργαστούμε. Αρχικά, πρέπει να βάλεις τέλος στο τσιγάρο.>>

    Καθώς περίμεναν να πάρουν εξιτήριο κάθονταν μαζί στο κρεβάτι του Θάνου.

    <<Ζωή, μπορείς σε παρακαλώ να ανοίξεις το παράθυρο;>>

    Η Ζωή σηκώθηκε και αφού το άνοιξε με αργές και κινήσεις κοίταξε έξω. Παιδιά ήταν μαζεμένα στο προαύλιο και έπαιζαν ένα σκυλάκι ανάμεσα στα δέντρα χωρίς να σκέφτονται τίποτα. Ένα κορίτσι καθόταν σε αναπηρικό αμαξίδιο, ένα αγόρι δεν είχε μαλλιά κι άλλο ένα μάλλον δεν έβλεπε. Δείχνανε τόσο ευτυχισμένα! Έκατσε πάλι δίπλα του. Τότε εκείνος έπιασε ένα τσιγάρο που είχε στην τσέπη του.

    Πριν προλάβει η Ζωή να αντίδραση την έπιασε με το άλλο του χέρι και την έσφιξε στην αγκαλιά του.

    <<Τελείωσε. Θα με βοηθήσεις και εσύ να το κόψω.>>

    Έγειρε ελαφρά στο πλάι και αφού το άναψε με ιδιαίτερη δεξιοτεχνία το ρούφηξε όπως εκείνο το βράδυ. Σαν να ξεκινούσαν πάλι από την αρχή. Ένα δροσερό αεράκι μπήκε στο δωμάτιο όπως και μια πεταλούδα που έκατσε πάνω στο πακέτο με τα τσιγάρα στο κομοδίνο.

    Μόλις ετοιμάστηκε να το βγάλει από το στόμα του η Ζωή του έπιασε το χέρι.

    Το έσβησαν μαζί. Πήραν τη μεγάλη απόφαση.

  • Μαρία

    Κάθεσαι στον καναπέ. Τα μάτια σου πετούν σπίθες, φαίνεται ότι έχεις ανεπτυγμένη αίσθηση του χιούμορ. Τα μαλλιά σου είναι λίγο μακριά στο πλάι και στη μέση λείπουν ελάχιστα. Φοράς μία φανέλα και είναι διακριτά τα ελαφρώς παραπανίσια κιλά σου. Το πιο όμορφο, απ’όλα, όμως, είναι το χαμόγελό σου. Πλατύ, λαμπερό και ειλικρινές. Γνήσιο και αληθινό.

    Μία μόνο παρατήρηση έχω να κάνω: τα δόντια σου είναι λίγο ταλαιπωρημένα, όχι τόσο λευκά. Διακρίνω ένα χρυσό σφράγισμα, αλλά δεν είναι αυτό το στοιχείο που τα φθείρει. Είναι κάτι άλλο, δυσκολεύομαι να το εντοπίσω. Τώρα μόλις παρατηρώ στο τραπεζάκι το σταχτοδοχείο κι ένα πακέτο με τσιγάρα δίπλα. Κρίνοντας από τις γόπες, έχεις καπνίσει αρκετά αυτήν τη μέρα. Αργότερα, έμαθα ότι κάπνιζες από τα δώδεκά σου τουλάχιστον ένα πακέτο την ημέρα. Έτσι εξηγείται, λοιπόν, το μειονέκτημα στο χαμόγελό σου! Είναι ο προάγγελος όλων των συμφορών!

    Η φωτογραφία αυτή δεν είναι η μοναδική πηγή γνωριμίας σου. Όλοι μιλούν για εσένα: φίλοι, κουμπάροι, συγγενείς… Διηγούνται αναμνήσεις αναμεμειγμένες με τις φάρσες και τις πλάκες σου. Στις ιστορίες τους, είσαι η ψυχή της παρέας, ένας πλακατζής αριθμομνήμων και άσσος στο πόκερ, παραλλήλως, όμως, ένας εξαίρετος οικογενειάρχης και πολύ εργατικός. Είσαι, επίσης, πολύ γοητευτικός. Πριν παντρευτείς τη γιαγιά, είχες αρκετές θαυμάστριες.

    Μα, έχεις κι εσύ, όπως όλοι, μας, άλλωστε, ένα ελάττωμα. Καπνίζεις. Καπνίζεις πολύ. Η γιαγιά γκρινιάζει συνέχεια και σε παρακαλάει να σταματήσεις το κάπνισμα, αλλά πού εσύ! “Γυναίκα, μπορώ να σου κάνω όσες χάρες θες, αλλά αυτή δε θα στην κάνω. Πρόκειται για ανεξέλεγκτο εθισμό!”. Η γιαγιά, τότε, σου κρατάει μούτρα και εσύ της λες αστεία και αμέσως, εκείνη ξεχνά και πείσμα και εγωισμούς και νεύρα και όλα τα αρνητικά. Εγώ, όμως, σε καταλαβαίνω κάπως. Έχοντας τόσες έγνοιες, δεν έχεις την ανάγκη να αποφορτιστείς; Αυτό, όμως, δε σημαίνει ότι σε δικαιολογώ. Αλήθεια, επέλεξες να κάνεις κακό στον εαυτό σου ως αντίβαρο στην αχθοφόρο καθημερινότητά σου; Δε σκέφτηκες τα παιδιά σου;

    Μην ανησυχείς, παππού, δε σε κατηγορώ. Δε φταις εσύ ακριβώς. Φαντάζομαι ότι οι καιροί τότε ήταν δυσκολότεροι. Μεγάλωσες σε μία πολύτεκνη οικογένεια με πολλές στερήσεις. Έζησες τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, έναν εμφύλιο κι ένα δικτατορικό καθεστώς. Ούτε η τεχνολογία ήταν τόσο εξελιγμένη ούτε η ενημέρωση τόσο ευρεία. Αμφιβάλλω εάν υπήρχαν τότε αντικαπνιστικές καμπάνιες, ώστε να γνωρίζεις τις επιπτώσεις της αμαρτίας σου. Υπήρξες μέλος μιας κλειστής κοινωνίας, η οποία αντιμετώπιζε το κάπνισμα στους άντρες ως αποδεικτικό στοιχείο της ισχύος και της μαγκιάς τους. Κι αυτό φάνηκε στα άτομα που συναναστράφηκες κι έκανες παρέα. Έπρεπε να γίνεις αποδεκτός.

    Παρ’όλα αυτά, όμως, διέπρεψες! Αν και δεν ήσουν ιδιαίτερα καλός μαθητής, όπως μου εκμυστηρεύτηκε κάποτε η γιαγιά, ήσουν αυτοδημιούργητος. Μπορεί να το είχες καταλάβει, μπορεί

    και να μην το κατάλαβες ποτέ, εγώ, όμως, είμαι σίγουρη για ένα πράγμα: προόδευσες και η πρόοδός σου αποτέλεσε υπόδειγμα για πολλούς. Δεν έχει υπάρξει συζήτηση περί ανέλιξης (και γέλιου) και να μην έχει αναφερθεί το όνομά σου. Αυτό που με ενδιαφέρει περισσότερο, όμως, γλυκέ μου παππού, είναι ότι υπήρξες ηθικός, τίμιος και σωστός κι όλοι το λένε.

    Θα ήθελα, εδώ να εκφράσω τη δυσαρέσκειά μου. Ίσως να είναι υπερβολικά τολμηρό στον κήπο τον ψυχών, αλλά θα μιλήσω. Γιατί δε με άφησες να σε γνωρίσω; Γιατί έπρεπε να σε συναντήσω στιγμιαία μέσα από φωτογραφίες και εκπληκτικές για το πρόσωπό σου συζητήσεις, οι οποίες συνοδεύονται από τα κλάματα της γιαγιάς και το βούρκωμα των παιδιών σου; Γιατί να μην αισθανθώ ποτέ τη θαλπωρή του παππού; Με συγχωρείς, παραφέρομαι. Εάν είσαι ευτυχισμένος εκεί πάνω, μου φτάνει και μου περισσεύει. Στην τελική, ίσως και να ήταν μοιραίο. Ίσως ο Θεός να αναζήτησε νωρίτερα τη συντροφιά σου, για να γελάει με τα αστεία σου, όταν απογοητεύεται από τη διαφθορά των κινητών σημάτων της ψυχής, των κοινών θνητών στον αιώνα των αιώνων.

    Συγγνώμη, παραφέρθηκα. Ήταν μια στιγμή απελπισίας, αγανάκτησης και αυθορμητισμού. Αλλά το βρίσκω άδικο. Δε μου άξιζε. Δε μας άξιζε. Δε σου άξιζε. Με συγχωρείς, είμαι άνθρωπος και έχω εγωισμό. Ποια είμαι εγώ που θα κρίνω; Μη με παρεξηγείς, σε παρακαλώ, δε θα το αντέξω. Αν με ακούς, αν το κύμα της σκέψης μου συνδέεται με το δικό σου, τότε, το μόνο που θέλω να σου πω είναι ότι σε αγαπώ. Ακόμη κι ας μη σε έχω γνωρίσει προς το παρόν. Ακόμη κι αν τα λάθη σου υπήρξαν (πιθανώς) αμέτρητα. Ακόμη κι αν μπορείς, μη με επισκεφτείς, θα φοβηθώ. Δεν είμαι έτοιμη για κάτι τέτοιο. Αν, όμως, πράγματι, μπορείς να προσπεράσεις την πύλη του Παραδείσου, να κατέβεις τη φωτεινή κλίμακα των ψυχών και να έρθεις εδώ, όχι στο πανομοιότυπο παράλληλο σύμπαν (μην μπερδευτείς), χάιδεψε τον ώμο της γιαγιάς και μίλησέ της. Το αξίζει. Δώσ’της λίγη ελπίδα και κουράγιο, όπως εκείνη έδωσε μάχη με το κέρατο της Αμάλθειας και κατάφερε να κατακτήσει όλα τα αγαθά του εσωτερικού του. Και πες της, ακόμη, να μη δυστυχεί πια, γιατί θα ξανά συναντηθείτε κάποια στιγμή.

    “Καρκίνος”, είπαν οι γιατροί. “Στον πνεύμονα”. Ήξερες τι τον προκάλεσε και τι θα ακολουθούσε. Δεν είναι από τις ιάσιμες μορφές, είναι, μάλλον, μία από τις χειρότερες. Αλλά δε δίστασες. Δεν έχασες ποτέ τη μοναδικότητά σου, δεν απογοητεύτηκες, παρέμεινες γνήσιος και ευχάριστος, πιστός στον εαυτό σου. Είσαι αξιέπαινος. Η γιαγιά, που δε φημίζεται για την ψυχραιμία της, ξέσπασε σε κλάματα, φαντάζομαι, και, κρίνοντας από τον χαρακτήρα της, θα σου είπε: “Γιατί δε με άκουγες;”. Κι εσύ θα γέλασες και θα της είπες να ηρεμήσει. Δε νομίζω να έκλαψες ούτε να το πήρες στα σοβαρά παρά μόνο την τελευταία στιγμή, τη στιγμή του αποχωρισμού. Δεν ήμουν γεννημένη τότε και δεν μπορώ να γνωρίζω. Μπορώ, όμως, να εμπιστευτώ το ένστικτό μου και να φανταστώ. Και το ένστικτο δεν κάνει ποτέ λάθος.

    Έμεινες μάχιμος και κύριος του εαυτού σου. Ακόμη κι όταν τα μαλλιά σου έπεσαν, εξακολούθησες να αγκαλιάζεις τα παιδιά σου και να τους δίνεις κουράγιο, όταν σε αγκάλιαζαν στον φόβο μη σε χάσουν ξαφνικά. Και, όταν η γιαγιά θα σας κοιτούσε, καθώς αγκαλιαζόσασταν εσείς οι τρεις, με αγωνία και με πίκρα στα μάτια, εσύ θα της χαμογελούσες, θα της έκλεινες το μάτι και θα της έγνεφες να μη μιλήσει, μήπως και καταστρέψει την παιδική ελπίδα. Αλλά ο βήχας επιδεινώθηκε. Δεν μπορούσες να προσποιηθείς περαιτέρω ούτε να αποκρύψεις την αλήθεια. Φώναξες τις κόρες σου να έρθουν στο δωμάτιο, για να τις προϊδεάσεις. Ήταν μικρές και αθώες, ήταν το φως σου τις σκοτεινές εκείνες μέρες. Έπεσαν στο στήθος σου φερέλπιδες. Αλλά δεν το άντεξες κι άρχισες να βήχεις περισσότερο. Αναγκάστηκες να τις απομακρύνεις από την προστασία σου.

    • Μπαμπά, δε θα πεθάνεις, έτσι;
    • Σας υπόσχομαι ότι θα σας φροντίζω όπου κι αν βρίσκομαι.
    • Θα πεθάνεις, σωστά;
    • Αυτό δεν μπορώ να το ξέρω, αγάπες μου!
    • Σε παρακαλώ, μη μας εγκαταλείψεις!

    -… Αγάπες μου… Πιστέψτε με, θα είμαι πάντα εδώ, έστω και πνευματικά!

    Κι έβαλες σιωπηρά τα κλάματα, όσο σε αγκάλιαζαν σφιχτά. Πονούσες, μα η αγάπη υπερέβαινε τον πόνο.

    “Μας συγχωρείτε. Κάναμε ό, τι μπορούσαμε.”. Αυτό ήταν. Όταν η γιαγιά ενημερώθηκε, ήταν σαν ένα κουρασμένο κοριτσάκι, νέα πολύ, στους διαδρόμους του νοσοκομείου κι εσύ είχες ήδη αρχίσει το μεγάλο ταξίδι. Η γιαγιά λιποθύμησε λόγω του χαμού σου. Μόλις συνήλθε, ξέσπασε σε δυνατούς σπαραγμούς και θρήνους. Καημένη, γιαγιά… Οι κόρες σου ήταν στο σπίτι μαζί με τη μητέρα σου. Όταν ενημερώθηκαν οι μικρές, συνοφρυώθηκαν και έκλαψαν για ημέρες σαν γατάκια. Η μητέρα σου δε μιλούσε, απλώς σκοτείνιασε και από τότε, άλλαξε η μορφή της. Ίσως επειδή εσύ ήσουν ένα κομμάτι του εαυτού της, το οποίο έχασε με τον θάνατο σου. Στο σχολείο όλα τα παιδιά αντιμετώπιζαν τα δικά σου ως εύκολους στόχους τον πρώτο καιρό. Άκουσαν, όμως, τη συμβουλή σου περί σοβαρότητας και ηθικής και σύντομα, όλοι οι συμμαθητές τους τις θαύμαζαν και τις παραδέχονταν και ακόμη και τώρα όλοι έχουν να λένε για τις αρχές και τις αξίες τους και την ιστορία που έγραψαν με τις μαθησιακές τους επιδόσεις. Σπούδασαν και η μία ερωτεύτηκε κατά τη διάρκεια του μεταπτυχιακού της και παντρεύτηκε αργότερα. Η άλλη αποφάσισε να μην ερωτευτεί

    ποτέ, ίσως επειδή πληγώθηκε τόσο πολύ από την απουσία σου. Είμαι η κόρη της μεγάλης σου κόρης, παππού! Ελπίζω να με αναγνωρίζεις τώρα.

    Καταλαβαίνεις τώρα γιατί αγανακτώ; Όχι επειδή πέθανες σε αρκετά νεαρή ηλικία, όχι. Γιατί είμαι βέβαιη ότι έχεις βρει τις δικές σου Νήσους των Μακάρων. Αγανακτώ, επειδή δε σε γνώρισα ποτέ και οι διηγήσεις των άλλων υστερούν προσωπικού ΜΟΥ βιώματος, είναι ημιτελείς. Ήθελα να σε γνωρίσω, να σου μιλήσω, να με κάνεις να γελάω, όπως έκανες με όλους, να σε αγκαλιάσω, να σε φιλήσω, να μυρίσω το άρωμά σου. Έστω και για ένα λεπτό. Ήθελα να ζήσω την αύρα σου. Όχι για να παινεύομαι ότι συνάντησα τον παππού μου. Αλλά για να έχω την τιμή να γράφω για εκείνον με τον τρόπο που του αξίζει. Στερούμαι αυθεντικού γραψίματος για το πρόσωπό σου. Δε σε είδα ποτέ ζωντανά, ώστε να αποδώσω στις διηγήσεις μου την ταυτότητα που σου αρμόζει και να αγγίξω την τελειότητα. Και το χειρότερο; Μεταφέρω με τον λόγο μου τις εμπειρίες ΑΛΛΩΝ. Δεν είναι αδικία;

    Συγχώρεσέ με, ίσως να είμαι αρκετά ζωντανή ακόμη και να μην καταλαβαίνω. Δε σε κατηγορώ.

    Το μόνο που θέλω είναι να υπάρχεις κάπου και να είσαι ευτυχισμένος εκεί. Εις το ιδείν, λοιπόν, αν μπορώ να το πω κι έτσι.

  • Έμιλυ

    Για μια γενιά χωρίς καπνό

    ‘Ενα από τα προβλήματα-μάστιγες της εποχής μας είναι το κάπνισμα και το άτμισμα. Είναι -πια- ευρέως γνωστές οι επιπτώσεις του στον ανθρώπινο οργανισμό, κάτι που μετατρέπει το ξεκίνημα αυτής της συνήθειας από ακούσιο λάθος σε λάθος, όχι απλώς εκούσιο, αλλά με αυτοκτονικές πινελιές. Το τσιγάρο αποτελεί τον πλέον σύγχρονο τρόπο για να δείξουμε εμείς οι νέοι ότι πλησιάζουμε στην ενηλικίωση, ενώ για τους μεγαλύτερους φαίνεται ότι είναι περισσότερο ένα μονοπάτι αποφυγής του αρνητισμού που γεννά η καθημερινότητα. Και στις δύο περιπτώσεις, όμως, είναι εμφανές ότι γίνεται προσπάθεια να αποφευχθεί η “παράλογη” πραγματικότητα με μια εξίσου “παράλογη” συνήθεια. Τοιουτοτρόπως, ο παραλογισμός γίνεται πραγματικότητα και η πραγματικότητα παραλογισμός.

    Σκοπός του δοκιμίου δεν είναι να βρεθεί ο συγγραφέας απέναντι στον αναγνώστη και να τον επικρίνει, αλλά ο δεύτερος να καταλάβει τι πραγματικά προκαλεί ο ίδιος στον εαυτό του. Από εκεί και πέρα η επιλογή είναι απόρροια της ελεύθερης βούλησης του εν δυνάμει ή εν ενεργεία καπνιστή.

    Νομικά η διαφήμιση του τσιγάρου είναι παράνομη αλλά δε μπορώ παρά να παρατηρήσω: το τσιγάρο διαφημίζεται παντού. Ηθοποιοί, τραγουδιστές, πρόσωπα παγκόσμιας φήμης καπνίζουν. Υπάρχουν ταινίες, σειρές, βιβλία στα οποία, όχι μόνο το τσιγάρο παρουσιάζεται ως σωσίβια λέμβος, αλλά αποτελεί και βασικό στοιχείο της προσωπικότητας του ήρωα. Πλήθος δημοσιευμάτων στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης προωθούν μια “όμορφη”, “αισθητικά ωραία” πτυχή του καπνίσματος. Πληκτρολογώντας “smoking” στο YouTube εκτός από την πληθώρα των σχετικών με τις επιπτώσεις του καπνίσματος βίντεο που θα εμφανιστούν, ο χρήστης του διαδικτύου μπορεί να παρακολουθήσει και άλλα με τίτλο: “Ανάβω το πρώτο τσιγάρο της μέρας”, “Καπνίστε μαζί μου”, “Καπνίζω το πρώτο μου τσιγάρο!”… Είναι κάπως ειρωνικό· έφηβοι, άνθρωποι γεννημένοι την εποχή της τεχνολογικής προόδου, για τους οποίους η ενημέρωση θα έπρεπε να είναι στοιχείο της καθημερινότητάς τους, φαίνεται να αψηφούν κάθε προειδοποίηση, κάθε ιδέα απώλειας και πόνου και να προωθούν τόσο απροκάλυπτα και περήφανα το λάθος τους. Τελικά, αυτοί καπνίζουν το τσιγάρο ή το τσιγάρο αυτούς;

     

    Διαβάζοντας βιβλία και άρθρα, παρακολουθώντας βίντεο και αναζητώντας στατιστικά στοιχεία συνειδητοποίησα πόσο προσιτή είναι η ενημέρωση. Δεν είμαι ούτε βιολόγος ούτε γιατρός, αλλά συναντώντας παντού ότι στο τσιγάρο περιέχονται πάνω από 4000 χημικά μπορώ να καταλάβω περί τίνος πρόκειται. ‘Ενας ενεργητικός καπνιστής, ωστόσο, ίσως να μην είναι σε θέση να πιστέψει κάτι, του οποίου οι επιπτώσεις δεν είναι άμεσα ορατές. Κάτι που βραχυπρόθεσμα φαίνεται να τον “βοηθά” να ξεφύγει, να ξεσπάσει. Τα μακροπρόθεσμα σχέδια τείνουν να απογοητεύουν τον άνθρωπο, για αυτό και τα αποφεύγει. Οι 8 εκατομμύρια θάνατοι κατά μέσο όρο ετησίως που σχετίζονται με το τσιγάρο (1.2 εκ. περίπου εκ των οποίων ανάγονται σε παθητικό κάπνισμα) για έναν αναγνώστη ο οποίος εσκεμμένα αποφασίζει να αγνοήσει ό,τι

    φαίνεται να μην τον αφορά άμεσα, είναι απλώς αριθμοί. Το γεγονός ότι κάθε όδευτερόλεπτα (κατά προσέγγιση) ένας άνθρωπος χάνει τη ζωή του λόγω του

    καπνίσματος, ενώ ένα τσιγάρο αφαιρεί πέντε λεπτά ζωής -και σε αυτή την περίπτωση είναι απλώς αριθμοί. ‘Ενα πακέτο μειώνει τη ζωή κατά 1 ώρα και 40 λεπτά. Τελικά, είναι όλα τα παραπάνω απλώς αριθμοί; Ίσως η ορθότητα των αριθμών αυτών να αμφισβητείται όταν βλέπουμε τόσους καπνιστές εκεί έξω να τους αψηφούν. Ίσως ο άνθρωπος είναι καταδικασμένος να φτάνει πάντα στο σημείο που εύχεται να μπορούσε να γυρίσει τον χρόνο πίσω και να μην επαναλάβει τα ίδια λάθη.

    Βέβαια, το τσιγάρο δεν παύει να είναι προϊόν εμπορικό, στο οποίο πολλοί έχουν επενδύσει πολλά. Είναι εντυπωσιακό το πώς η οικονομία θυσιάζει στο βωμό της κερδοσκοπίας την ίδια τη ζωή. Ο άνθρωπος κατάφερε να πουλήσει τον αργό θάνατο σε ένα τόσο στρατηγικά σχεδιασμένο προϊόν, ώστε να πείθει και τους πιο διστακτικούς. Μικρό, λευκό, καίγεται γρήγορα, παράγει καπνό, προσφέρει ανακούφιση από τον πόνο της ψυχής και πνευματική αρμονία. Αυτό το συμβόλαιο υπέγραψαν τόσοι και τόσοι καπνιστές. Γνώρισαν το τσιγάρο σε μια στιγμή αδυναμίας και ξέχασαν -οι βιαστικοί- να διαβάσουν τα ψιλά γράμματα: ασθένεια, πόνος, απώλεια.

    Ο Όσκαρ Ουάιλντ στο “Πορτραίτο του Ντόριαν Γκρέι” απέδωσε συνοπτικά τον λόγο για τον οποίο -παρά τις γνωστές του συνέπειες- το τσιγάρο ακόμη συγκαταλέγεται στα “δημοφιλή” καταναλωτικά προϊόντα: “Το κάπνισμα είναι η τέλεια μορφή της τέλειας απόλαυσης. Είναι εξαίσιο, φίνο και σε αφήνει ανικανοποίητο. Τι άλλο να ζητήσει κανείς;” Ο καπνιστής είναι σαν ένα σκυλί που όλο κυνηγάει την ουρά του και όλο η ουρά “φεύγει”. Η συνήθειά του δεν σκοπεύει ποτέ να εκπληρώσει τον σκοπό της.

    Οι προσδοκίες του καπνιστή θα αυξάνονται και το τσιγάρο θα μειώνει σταδιακά την ανταπόκριση. Όταν κάποιος ανάβει το πρώτο του τσιγάρο δεν περιμένει ότι θα καταλήξει στην απόλυτη εξάρτηση από την ουσία που καταναλώνει, δηλαδή τον εθισμό.

    Ο εθισμός λειτουργεί ύπουλα. Πιθανόν, να μη μπορεί κανείς να διανοηθεί ότι θα βρεθεί σε θέση να χάσει τον έλεγχο. Ο εθισμός στο κάπνισμα, όπως και στην οποιαδήποτε ουσία δεν είναι κατάσταση μη αναστρέψιμη, υπό την προϋπόθεση όμως, ότι το άτομο αποδέχεται ότι βρίσκεται σε αυτή. Γνωστές είναι οι φράσεις καπνιστών που πασχίζουν να υποστηρίξουν την αδυναμία τους να σταθούν απέναντι στο τσιγάρο και -ακόμα περισσότερο- απέναντι στον εαυτό τους:

    • Δε θέλω να το κόψω· τους άλλους τι τους νοιάζει;
    • Σε εμένα θα τύχει να αρρωστήσω;
    • Δε μπορώ να το σταματήσω τώρα, είναι πολύ αργά…
    • Τι είναι η ζωή χωρίς τον θάνατο;

    Παρά την ποιητική διάσταση της τελευταίας φράσης, η ζωή έχει μεγαλύτερη διάρκεια και αξία από τον θάνατο. Η ζωή είναι ευκαιρίες και επιλογές. Τις λιγότερο αποτελεσματικές (ή απλά λαθεμένες) επιλογές ακολουθούν συνέπειες και το πιο ανδρείο και ηθικό πράγμα που μπορεί κανείς να κάνει είναι να τις αντιμετωπίσει. Η διακοπή του καπνίσματος είναι, επίσης, επιλογή. Ο φόβος του τι περιμένει τον καπνιστή όταν απαρνηθεί αυτόν τον “τίτλο” αποδεικνύεται πάντοτε υπερεκτιμημένος σε σχέση με την πραγματικότητα, κάτι που δυστυχώς καταλαβαίνει το άτομο μόνο αφότου τα καταφέρει. Δυστυχώς, διότι αυτός ο φόβος πολλές φορές απομακρύνει πολλούς από την ίδια την προσπάθεια. Το τσιγάρο είναι σαν σύντροφος. Η σχέση που αναπτύσσεται μεταξύ αυτού και του καπνιστή είναι καθαρά συναισθηματική. Αυτό είναι προφανές: κάθε καπνιστής γνωρίζει ότι το λογικό είναι η διακοπή της συνήθειάς του, αλλά αδυνατεί να προβεί σε αυτήν την επιλογή. Το λάθος του είναι ότι προσπαθεί να επιβάλει τη λογική του σε μια καθαρά συναισθηματική κατάσταση. Οφείλει να χαλιναγωγήσει το συναίσθημα μέσω του συναισθήματος και όχι μέσω της λογικής. Η επιλογή θα ήταν μάλλον αποδοτικότερη εάν προερχόταν από συναισθηματική διεργασία και στόχευε στην συναισθηματική απεξάρτηση από την ουσία.

    Ο κάθε άνθρωπος κάνει τις επιλογές του, αλλά στο πλαίσιο του ορθού λόγου και της συναισθηματικής σύνδεσης μεταξύ συμπολιτών και συνανθρώπων, ο ένας μπορεί να συμβουλεύει τον άλλον. Πολλές φορές ένας εξωτερικός παρατηρητής μπορεί να διαμορφώσει πιο σφαιρική άποψη για δικές μας συμπεριφορές. Άρα, όταν κάποιος αρνείται να δει αυτό που η επιστήμη χρόνια του υποδεικνύει, χρέος μας είναι να προσπαθούμε εμείς να τον βοηθήσουμε. Οι “γιατί εγώ;”, βέβαια, βρίσκονται σε πλεονεκτική θέση σε σχέση με τους “όχι εγώ;”. Βλέπουν το πρόβλημα, αναγνωρίζουν την ύπαρξή του, αλλά προσπαθούν να δουν τον εαυτό τους ως εξαίρεση στον κανόνα.

    Ακόμη, όταν κάποιος αναγνωρίσει το λάθος και προσπαθήσει να αντισταθεί, δεν οφείλει να βοηθήσει και τους γύρω του να ακολουθήσουν αυτό το δύσβατο μονοπάτι; Αυτό που ίσως οι γονείς μας ή, μάλλον, η πλειονότητα αυτών δεν κατάφερε να κάνει; Συχνά μας “συμβουλεύουν” να μην αρχίσουμε το κάπνισμα, ενώ φυσούν τον καπνό από το στόμα τους με ένα ύφος υπερηφάνειας -λες και έδωσαν λύση στο πρόβλημα. Τα παραδείγματα -βέβαια- χωρίζονται, ως γνωστόν, σε αυτά προς μίμηση και προς αποφυγή. Παρόλο που ένας έφηβος μπορεί να αναγνωρίσει ποιο ανήκει στην κάθε κατηγορία ρέπει, ωστόσο, λόγω της ιδιαίτερης, επαναστατικής φύση του προς τα παραδείγματα προς αποφυγή. Μπορούμε, εντούτοις, να επαναστατήσουμε αλλιώς: με την αποφυγή της καταδίκης μας, την εξασφάλιση της υγείας μας και την αντίσταση στον εθισμό.

    Οφείλουμε, βέβαια, να αναγνωρίσουμε την μείωση καπνιζόντων που έχει παρατηρηθεί τα τελευταία χρόνια. Η δημοσίευση επιστημονικού άρθρου το 1950 σε βρετανικό περιοδικό, που συνέδεε την πρόκληση καρκίνου του πνεύμονα με το κάπνισμα, επέφερε θύελλα μηνύσεων κατά διαφόρων καπνοβιομηχανιών. Η επιβεβαίωση αυτής της κατηγορίας έπειτα από 800 περίπου μηνύσεις σε διάστημα περίπου 40 χρόνων προκάλεσε τη δραστική μείωση καινούργιων καπνιστών. Αυτή η πρόοδος δείχνει ότι υπάρχει ελπίδα. Υπάρχει τρόπος. Υπάρχει λύση στο πρόβλημα. Με ενίσχυση αυτής της κατηφορικής πορείας που έχει λάβει το φαινόμενο, θα επέλθει η άρση ακόμα και της παραγωγής του τσιγάρου. Η οικονομία και τα χρήματα, εξάλλου, δεν είναι σημαντικότερα από τη ζωή.

    Σε μια εποχή γεμάτη με επαναστάτες χωρίς αιτία και χωρίς αποτέλεσμα, ας διαφοροποιηθούμε. Οφείλουμε να είμαστε η πρώτη γενιά χωρίς κάπνισμα και άτμισμα. Η τελευταία γενιά που αναδύθηκε, όπως η θεά Αφροδίτη, από τους καπνούς του

    τσιγάρου και η πορεία της προδιαγράφηκε να καταλήξει στα δίχτυα του εθισμού. Η γενιά που θα φέρει την ουσιαστική αλλαγή. Προσπαθούμε να αλλάξουμε τις παραδόσεις και την κληρονομιά των προηγούμενων γενεών σε σημεία που δεν είναι απαραίτητη η αλλαγή. Ας αποφασίσουμε να μην κληρονομήσουμε τον θάνατο, αλλά τη ζωή. Ως συνεχιστές λαών με χαρακτηριστική αντιστασιακή δράση απέναντι στον εκάστοτε εχθρό, οφείλουμε να προβάλλουμε την ίδια σθεναρή αντίσταση στη “δικτατορία” που έχει επιβάλει το κάπνισμα. Ο κάθε υπόδουλος στην ίδια του τη έξη ας αλλάξει τη ζωή που κάνει· υπάρχει πίσω από το γκρίζο του καπνού, μια υγιής, χρωματιστή ζωή: είναι η ζωή που μέχρι τώρα χάνει…

  • Ρόζα

    Αθήνα, 1998.

    Στο καφενείο επικρατούσε μία τοπική ομίχλη. Ο καπνός από τα τσιγάρα στριφογύριζε καθώς έκανε το ταξίδι του προς το ταβάνι. Έμοιαζε να κινείται στο δικό του ρυθμό, να χορεύει νωχελικά στον αέρα, παρατήρησε ο κύριος Δημήτρης. Ήταν σαν ζωντανό πλάσμα.

    Χωρίς να χάσει από το βλέμμα του αυτήν την οντότητα, σήκωσε στο στόμα του το δικό του τσιγάρο. Ακούμπησε την πλάτη του στην καρέκλα και ένιωσε όλο του το σώμα να ηρεμεί. Ο καπνός του ενώθηκε με το υπόλοιπο σύννεφο.

    Τα μάτια του κλείσανε και προσπάθησε να συγκεντρώσει τις σκέψεις του. Ήξερε πως η γυναίκα του θα τον περίμενε στο σπίτι και ήξερε επίσης ότι τα λόγια της θα στάζανε δηλητήριο. Από τότε που είχε γεννηθεί ο γιος τους δύο χρόνια πριν τα έξοδα του νοικοκυριού είχαν αυξηθεί αισθητά και, παρόλο που δεν είχαν οδηγηθεί σε μία εξαθλιωτική κατάσταση, γνώριζαν και οι δυο καλά πως έπρεπε να βρεθεί λύση και μάλιστα σύντομα.

    Αυτή ήταν η αιτία των αλλεπάλληλων καυγάδων τους τους τελευταίους μήνες. Ήταν και ο λόγος που ο κύριος Δημήτρης βρισκόταν στο καφενείο. Ήλπιζε πως με έναν καφέ και μερικά τσιγάρα θα μπορούσε να ξεχάσει για λίγο τις έγνοιες του.

    Πήρε μια γουλιά από τον καφέ του, πικρός όσο πρέπει. Ένα ακόμα τσιγάρο και θα πήγαινε σπίτι. Ένα ακόμα τσιγάρο και θα γυρνούσε στην πραγματικότητα, με τις υποχρεώσεις και τις κακουχίες της.

    Όταν πια το τσιγάρο που κρατούσε είχε γίνει όσο και το μικρό δάχτυλο του γιου του, το έσβησε στο τασάκι. Το μισοσβησμένο τσιγάρο έπεσε σε έναν σωρό μαζί με όλα τα άλλα. Όλα μαζί στοιβαγμένα το ένα πάνω στο άλλο έμοιαζαν πολύ με τις πολυκατοικίες που έβλεπε κανείς στο κέντρο της πόλης.

    Κοιτώντας το ρολόι του, ήπιε τις τελευταίες σταγόνες του καφέ του, αποφασισμένος να φύγει από το καφενείο. Όμως, καθώς ήταν έτοιμος να σηκωθεί για να πάρει το παλτό του άκουσε κάποιον να τον φωνάζει. «Κάπου την ξέρω αυτή την φωνή», σκέφτηκε.

    «Δημήτρη, χρόνια και ζαμάνια! Τι κάνεις παλιόφιλε;». Ο άντρας τον πλησίασε και ο κύριος Δημήτρης τον αναγνώρισε αμέσως. Ήταν ο παλιός του συνάδελφος, ο Πέτρος. Όταν τα πράγματα είχαν δυσκολέψει, ο εργοδότης του είχε αναγκαστεί απολύσει πολύ κόσμο και ο Πέτρος δεν είχε σταθεί όσο τυχερός όσο αυτός.

    «Πέτρο! Πόσο καιρό έχουμε να ιδωθούμε! Τι κάνεις;», τον ρώτησε ο κύριος Δημήτρης σφίγγοντας του το χέρι.

    «Που να στα λέω φίλε μου! Δύσκολη η ζωή όταν δεν έχει κανείς δουλειά και δεν μπορεί να βάλει λίγο ψωμί στο τραπέζι για την οικογένεια του. Αλλά να μην σε πικραίνω τώρα! Έλα να κάνουμε ένα τσιγάρο μαζί, να θυμηθούμε τα παλιά!»

    Ο κύριος Δημήτρης αμφιταλαντεύθηκε για λίγο. Από την μία ήξερε πως ήταν αργά και έπρεπε να γυρίσεις το σπίτι. Από την άλλη όμως, ήταν πολύ δελεαστικό να αναβάλει την γκρίνια της γυναίκας του για λίγη ώρα ακόμα.

    Ένα τσιγάρο ήταν μόνο! Πήρε από το διπλανό τραπέζι μια καρέκλα και την έσπρωξε προς τον φίλο του.

    «Μονάχα ένα τσιγάρο ακόμα», σκέφτηκε.

    Αθήνα, 2017.

    Ο Παναγιώτης είχε το βλέμμα του καρφωμένο στο χώμα. Κοιτούσε τα μαύρα του παπούτσια και τους λεκέδες που είχε αφήσει πάνω τους το λασπωμένο έδαφος. Κοιτούσε το γρασίδι που φαινόταν ακόμα πιο πράσινο από ό,τι συνήθως. Προσπαθούσε να επικεντρώσει την προσοχή του στον ρυθμό με τον οποίο οι σταγόνες της βροχής έπεφταν στους ώμους και το κεφάλι του.

    Προσπαθούσε να μην σκέφτεται πως λίγα βήματα πιο πέρα το φέρετρο του πατέρα του θαβόταν κάτω από τη γη. Να μην ακούει τα αναφιλητά της μητέρας του. «Δημήτρη μου!», ψιθύριζε ανάμεσα στους λυγμούς της. Προσπαθούσε να μην νιώθει τα δάκρυα που έτρεχαν στα μάτια του και σχημάτιζαν ρυάκια στα μάγουλα του.

    Ο πατέρας του ήταν εδώ και καιρό άρρωστος.

    Όλα είχαν αρχίσει με έναν επίμονο βήχα. Αυτό, βέβαια, δεν ήταν κάτι καινούριο για τον πατέρα του, αφού ήταν χρόνιος καπνιστής. «Τσιγαρόβηχας είναι. Θα μου περάσει!», αποκρινόταν κάθε φορά που τον ρωτούσε ο γιος του ή η γυναίκα του εάν ήταν καλά. Η ανησυχία τους όμως εντάθηκε όταν παρατήρησαν για πρώτη φορά αίμα στα μαντήλια του πατέρα του.

    Ακόμα και τότε, παρά τις προτροπές και των δύο, αυτός αρνιόταν να πάει στον γιατρό. Η μητέρα του Παναγιώτη είχε πέρασε νύχτες ολόκληρες άγρυπνη να μιλάει στον άνδρα της, να τον παρακαλεί, να τον απειλεί και να κλαίει με μαύρο δάκρυ ώσπου αυτός να πειστεί.

    Ο Παναγιώτης δεν ήταν εκεί όταν ο γιατρός έκανε τη διάγνωση. Ο πατέρας του του είχε ζητήσει να μην έρθει και η μητέρα του τον είχε διαβεβαιώσει ότι θα τον έπαιρνε τηλέφωνο αμέσως μόλις ενημερωθούν.

    Για αυτό, όταν πια είχε νυχτώσει και δεν είχε ακούσει ακόμα νέα από τη μητέρα του, ο Παναγιώτης αποφάσισε να της τηλεφωνήσει αυτός. «Έλα μαμά, τι έγινε; Τι έχει ο μπαμπάς;», την ρώτησε όταν τελικά απάντησε. Και τώρα που στεκόταν εκεί μέσα στη βροχή ήταν σαν να ξανακούει την απάντηση της: «Είναι καρκίνος στον πνεύμονα, παιδί μου.»

    Ήταν λες και η Γη είχε σταματήσει να γυρίζει.

    Από τότε, ο πατέρας του δεν ήταν ποτέ ο ίδιος. Έγινε πιο οξύθυμος, πιο ευέξαπτος. Δεν καταδέχτηκε να κόψει εντελώς το κάπνισμα μέχρι και την τελευταία στιγμή. «Καλύτερα να φύγω μια ώρα αρχύτερα ευτυχισμένος, παρά να μαραζώνω!», έλεγε και μάλωναν με τον Παναγιώτη ώρες ολόκληρες.

    Και έτσι είχαν καταλήξει εδώ.

    Η ταφή τελείωσε και ο κόσμος άρχισε να διαλύεται. Η μητέρα του άρχισε να απομακρύνεται και αυτή. Η αδερφή της την κρατούσε στην αγκαλιά της και την στήριζε καθώς κατευθύνονταν προς τον χώρο που θα σερβίραν τον καφέ.

    Ο Παναγιώτης δεν συνειδητοποίησε πότε έμεινε μόνος του μπροστά στον τάφο. Σήκωσε το βλέμμα του στον ουρανό και άφησε τη βροχή να σβήσει τα δάκρυα από το πρόσωπο του. Κοιτώντας προς τα πάνω αναρωτήθηκε αν ο πατέρας του τους κοιτούσε και αυτός από τον ουρανό. Αναρωτήθηκε αν μετάνιωνε για τις επιλογές του. Αν έκλαιγε και αυτός μαζί τους.

    Ωστόσο, όσο καθόταν και το σκεφτόταν δεν ήταν ο χρόνος που χάσανε αυτό που τον πονούσε περισσότερο και αυτό ήταν το πιο απίθανο. Τον πονούσαν πιο πολύ τα πράγματα που ποτέ δεν μπόρεσε να κάνει μαζί με τον πατέρα του.

    Όταν ήταν μικρός, όλοι οι πατεράδες πήγαιναν τα παιδιά τους στο γήπεδο για να τους μάθουν να παίζουν ποδόσφαιρο. Ακόμα θυμόταν πόσο είχε χαρεί όταν ένα απόγευμα ο πατέρας του του ανακοίνωσε πως θα πήγαιναν να παίξουν μπάλα. Όμως, πριν καλά-καλά αρχίσει το παιχνίδι ο πατέρας του του έλεγε ήδη να φύγουν με κομμένη την ανάσα. Δεν είχε να θυμάται πολλούς οικογενειακούς περίπατους στην εξοχή και όσους θυμότανε τους χαρακτήριζε η εικόνα του λαχανιασμένου πατέρα του να παραπονιέται για τη μεγάλη διαδρομή.

    Ο Παναγιώτης τότε συνειδητοποίησε πως το τσιγάρο είχε στερήσει από τον πατέρα του τη ζωή πριν καν τον σκοτώσει.

    Η βροχή σταμάτησε και ο Παναγιώτης κοίταξε τριγύρω του. Είδε τη φιγούρα ενός μεσήλικα άνδρα να τον πλησιάζει.

    «Είσαι καλά, παιδί μου;», τον ρώτησε ο άνδρας. «Ναι, ναι…», απάντησε αφηρημένα ο Παναγιώτης.

    Ο άγνωστος άνδρας έβαλε το χέρι στην τσέπη του και αφού έψαξε για λίγο έβγαλε ένα πακέτο τσιγάρα.

    «Τσιγάρο;», τον ρώτησε βγάζοντας ένα από το πακέτο και προσφέροντάς του το.

    Ο Παναγιώτης κοίταξε μια τελευταία φορά τον τάφο του πατέρα του. Μια ζωή άδικα χαμένη και πολλές ζωές που ποτέ δεν θα είναι οι ίδιες.

    «Όχι, ευχαριστώ.», αποκρίθηκε και κατευθύνθηκε προς τη μητέρα του.

  • Ηλέκτρα Ευριπίδου

    […] ‘Έψαχνε και έψαχνε πληροφορίες για την εργασία της. Όλα τα ίδια και τα ίδια. Τα ποσοστά των καρκίνων όλο και μεγάλωναν μαζί με αυτό και οι Θάνατοι. Προχωρούσε και έβλεπε μόνο τις συνέπειες όμως δεν μπορούσε να απαντήσει στην ερώτηση που της δόθηκε εάν “σκοτώνει”; Φυσικά και ήξερε την απάντηση αλλά δεν το εννοούσε κυριολεκτικά αλλά μεταφορικά.0εν ήξερε πως νιωθει αυτός που καπνίζει και για ποιό λόγο το κάνει .Εν τέλει εκλησε τον υπολογιστήτη της δεν μπορούσε να καταλάβει για ποιό λόγο καταστρέφουν τον εαυτό τους. Δεν ήξερε πως να αρχίσει και σιγά σιγά αρχιζε να γράφει ότι ήξερε Απεχθανόταν το τσιγάρο όσο τίποτε άλλο.

    Πήρε τους φιλους της.Έδωσαν ραντεβού στο πάρκο τους και έτσι της ήρθε η ιδέα να ρωτήσει εκείνους ποιά ήταν η γνώμη τους.Πρώτα ρώτησε τον Γιώργο που ήταν ο κολλητός φίλος απο παιδιά

    Μυρσύνη: -Γιώργο για πές μου ποτε και γιατί άρχισες.

    Γιώργος: -Ααα! Μεγάλη ιστορία Μυρσύνη.Το άρχισα γιατί οι γονείς μου μάλωναν και επειδή χώρισαν σκέφτηκα ότι ποτέ δε Θα το ξεπεράσω.’Επιτα με χώρισε και η κοπέλα μου και άρχισα αυτο από τη στενάχωρια μου και μόνο

    Μυρσύνη: -Σκέφτεσαι να το κόψεις;

    Γιώργος: -Και να ή Θελα δεν μπορώ.

    Μυρσυνη: -Πότε δεν είνε αργά.

    Γιώργος: -‘Οπως και να έχει ειναι δύσκολο.

    Μυρσυνη: -Πως νιώθεις όταν βλέπεις πάνω στο κουτί ναγράψει”; σκοτώνει

    Καμία αντίδρασει ο Γιώργος δεν απάντησε ήταν λες και σκεφτοταν την απάντηση εκεινει την στιγμη μα δε το έκανε απλα άλαξε Θμε και μιλούσε για τα αστέρια .Η Μυρσήνη κατάλαβε ότι δεν ήθελε να απαντίσει όμως δεν ήθελε να του κόψει την διάθεση αφού τελίωσε πήγε και ρώτησε και τους άλλους όμως καμία άπαντηση κατάλαβε ότι μάταια προσπαθούσε.Τοτε ξαφνικα ένα κορίτσι της λέει

    Φιόνα : -Γιατί να μας νοιάζει Μυρσύνη Μυρσυνη: -Απλά ρωτάω τι άποψη σας γι αυτό

    Αυτη που μπορούσε να την βοηθήσει ήταν η μαμά της.Η μόνη της έλπιδα ήταν γιατι δουλευε σε κέντρο απεξάρτησεις.

    Μυρσυνη: -Μαμά,να σε ρωτήσω κατι για την εργασία;

    Μαμά: -Ναι πες μου

    Μυρσυνη: – Ποιός είναι ο λόγος αγοράζουν το πακέτο αυτό εφόσον γράφει οτι σκοτωνει;

    Μαμά: -Δεν ξέρω δεν το είχα σκεφτεί ποτέ.Τέλος πάντων πως πάει η εργασία σου; Μυρσυνη: -Καλά παει απλά κατι μικρό μου έμεινε

    Μαμά: -Εντάξει πήγενε για ύπνο τώρα.

    Το επόμενο πρωί η Μυρσήνη σκεφτόταν την ερώτηση δεν ήξερε τι να γράψει.Ομως δεν ήξερε οτι αυτή η μέρα Θα ήταν η χειρότερη της ζωής της.Την ειδοποίησε η ράμα της πως ένα από τα αγαπημένα πρόσωπα η Θεία της που την υπέραγαπουσε έπαθε καρδιάκη προσβόλη . Τοτε την ρώτησε απο τι το προκάλεσε.

    Μαμά: Μυρσύνη αγάπη μου Θελω να το πάρεις φύχραιμα αυτο η Θεια σου…επαθε καρδιακή προσβολή και δεν τα κατάφερε.

    Μυρσυνη: Τι…….. ;μην μου πεις ότι….οχι,οχι,οχι!

    Μαμά: Αγάπη μου σε παρακαλώ μην κλαίες Μυρσυνη: -Τι το προκάλεσε;

    Μαμά: -Απο το κάπνισμα απότι φένεται

    Άρχιζε να κλαίει δεν μπορούσε να το συνειδητοποιήσει αυτό που έγινε κλείστηκε στον εαυτό της και έπεσε σε κατάθλη φ η .Αρρώστησε τοσο που πήγε στο νοσοκομείο.Με τα χίλια ζόρια οι φίλοι της την πήραν να βγούν κι εκείνη ρώτσε τον Γιώργο

    Μυρσυνη: -Μπορείς να μου δώσεις και σε μένα ; Γιώργο:- Τι έγινε γιατι είσαι έτσι

    Μυρσυνη : – Είμαι χαλια απλα δωσε μου να ξεσπάσω

    ‘Ολοι σάστησαν δεν ήξεραν αν το έλεγε στα αλήθεια ή όχι όμως δεν το έλεγε στα ψέματα.Ο Γίωργος της το απέριψε δεν μπορούσε να της το κάνει αυτό.

    Φιόνα : -Μπα μπα για κοίτα εδώ αυτή που τα σιχενόταν τώρα Θέλει να δοκιμασει
    Μυρσύνη:-Δεν σε αφορά το τι κάνω δεν ξέρεις τι έχω πέρασει για αυτό μην μιλάς.

    Φιόνα : – Καλά μην φωναζείς επειδη έχεις περάσει τα πάνδηνα σημένει ότι μπορείς να μου φωνάζεις

    Η Μυρσύνη τότε εφυγε δεν ήθελε να συνεχίσει ο καβγάς και έτσι πήγε και αγόρασε δικά της και άρχισε σιγά σιγά αυτην την συνήθεια που απεχθανόταν να της αρέσει

    Το τσιγάρο έγινε μέρος της ζωής της και για ένα μήνα δεν έκανε κατι άλλο. Ξαφνικά Θυμήθηκε οτι είχε να παραδώσει μία έργασια άνοιξε τον υπολόγιστήτη και διάβασε αυτά που είχε γράφει και φτάνει στην ερώτησε που δεν μπορούσε να σκεφτεί τι ακρίβως Θα πρέπει να γράψει.Τότε κατάλαβε,είδε με γεμάτη Θυμό και απογοήτευση το πακέτο και το πέταξε πήγε στην μητέρα της για να την βοηθήσει.

    Μυρσυνη: -Μαμά χρείαζομαι βοήθεια Μαμά : -Τι έγινε;

    Μυρσυνη: -Να ξέρεις …… δεν μπορώ ντρέπομαι τοσο πολύ αλλά χρειάζομαι να με

    πας στην αποτοξύνωση στο τμήμα καπνιστών

    Μαμά : -Τι εννόεις ποιός σε έβαλε αυτός ο Γιώργος;

    Μυρσυνη: -‘Οχι όχι μαμά δεν έχει καμία σχέση.Να ξέρεις δεν άντεξα μετά την απώλεια της Θείας και έπεσα σε κατάθλη ψ η …

    Η μητέρα της την αγκάλιασε και της είπε οτι όλα Θα πάνε καλά την πήγε στο κέντρο για να μπορει να την βοηθήσει.

    Μαμά : -Ευτηχώς που συνειδητοποίησες νωρίς το λάθος σου μικρή

    Στο κέντρο δεν έκατσε πολύ ήξερε οτι ήταν δύσκολο μα σιγά σιγά τα κατάφερε.Ηθελε πολυ δουλειά με το μέσα της Και με την σειρά της έκατσε να βοηθήσει και αυτή της άρεσε αυτό που έκανε της άρεσε να αποτρέπει άτομα σο να καπίζουν και το κατάφερνε τις περισσότερες φορές.Το απόγευμα έγραφε:

    ‘Αραγε σκοτώνει;

    Αυτή η ερώτηση είναι διαφορετίκη για τον καύένα μας όπως και η απάντηση όμως για μένα ήταν σημαντική.Δεν είμαι σίγουρη πριν λίγο καιρό δεν θα ήξερα τι να απαντήσω μα τώρα πλέον ξέρω .Ναί! σκοτώνει,σκοτώνει τις ελπίδες μας , τα ονειρά μας και πάνω από όλα εμάς τους ίδιους. Ήξερα ότι το τσιγάρο είναι επιβλαβές και ότι μπορεί να πεθάνει κάποιος από αυτό, μου έτυχε να πέσω και Εγώ μέσα σε αυτού τον φαύλο κύκλο και ήταν ότι χειρότρο, έπεσα σε κατάληψη μετά από έναν μεγάλο χαμό και το άρχισα και Εγώ δεν μπόρεσα να σκεφτώ οτι θα χανόμουν και εγώ από αύτο. Έχασα έναν μήνα τον οποίο δεν χάρηκα και έχασα πολλά με εyλώβισε χωρις να το καταλάβω.Αν αυτο δεν με σκότωσε τότε τι αλλο θα μπορούσε τότε ; “

    Και έτσι κατάφερε αυτό που ήθελε να απαντήσει και απάντησε.

    Πήγε στο πάρκο για μία βόλτα είδε τους φίλους της και ο Γιώργος γνωρίζοντας τι είχε συμβει της είπε:

    Γιώργος: -Χαίρομαι που είσαι καλά.

    Μ υ ρσυνη : -Δεν Θα το έλεγα είμαι ακόμα στεναχωριμένη με αυτο που έγινε, συγνώμη που απομακρύνθηκα

    Γιώργος: -Δεν πηράζει αρκεί που σε έδω. Μυρσυνη: -Τι έχασα;

    Γιώργος: -Πολλά αρχικά σταμάτισα το κάπνισμα και είμαι πολύ καλύτερα ομολογώ.Να σου πω έχχω μια ίδεα Θελεις να ιδρύσουμε μαζί μια νεανική αντικαπνιστικη εκστρατεια

    Μυρσυνη: Ομολογώ ότι έιναι φοβερή ιδέα ας αρχίσουμε Θα πω στην μαμά μου να μας βοηθησει

    Γιώργος:Τέλεια εγώ Θα φέρω κάποιους φίλους για να αρχίσουμε…

    Η Μυρσήνη και ο Γιώργος αποφάσησαν να κάνουν μια εκσρατεία για να βοηθήσουν τα άλλα παιδία εκτύπωσαν μπλουζάκια αφίσες και εγραψαν σχετικά άρθρα γι αυτό σύντομα είχε μεγάλη ανταπόκρυσει και όλο και ποιο πολύ νέοι ερχόντουσαν να τους ακούσουν και να τους υποστηρίξουν.Τελικάόχι μόνο κατάφερε να κάνει κατι κάλο για τους άλλους αλλά κατάφερενα βρεί τον εαυτό της

    Ξαψνικά οι αλλοι της φιλοι άρχιζαν να τους υποτημούν για αυτο.Η Μυρσύνη πους εξηγεί οτι αυτό που κάνουν δεν είναι για κακό αλλά μόνο γι καλό ο σκοπός τους είναι μόνο για ενημερωτικός τίποτε άλλο. Τότε η Φιόνα μια από την παρέα της της λέει

    Φιόνα : -Ποιά είσαι έσυ που Θα πείς τι Θα κάνουμε όταν συ έκανες τσιγάρο; Η Μυρσήνη αποκρήθηκε

    -Γιατί κατέληξα στο νοσοκομείο απεχθάθηκα τον εαυτό μου αποφάσισα να γυρισω καινούργεια σελίδα να αρχίσω από τη αρχή. Εγώ αυτο Θέλω να κάνω να βοηθήσω για να μην καταλήξουν χαμηλά δεν το αξίζουν να πέσουν ούτε εσύ φυσικά. Μπορεί να μην καταλάβεις ποτέ αλλά τουλάχιστον άκου οτι έχουμε να σου πού με. Αυτην την νεανικη αντικαπνιστηκή εκστατία την αφιερώνω στην Θεία μου στην μαμά μου σε μένα και στον φίλο μου

    Φιόνα : -Κοίτα λυπάμαι που πήγες στο νοσοκομείο αλλά δεν μπορείς να μου αλλάξεις γνώμη .

    Μυρσυνη: -Εντάξει τα λέμε Φιόνα.

    Φιόνα : Μυρσύνη εξήγησε μπροστά σε ολούς για ποιό λογο να μην συνεχίσουμε αυτην την συνήθεια;

    Μυρσυνη: Ασα! Ο λόγος είναι απλός είμαστε νέοι έχουμε μια ζωή μπροστά μας πρέπει να ζήσουμε και να κάνουμε τα ονειρα μας παραγματικότητα χωρίς τα όνειρα δεν είμαστε τίποτα …Κάνε ό,τι Θες Φιόνα μα να ξέρεις δική σου η απόφαση δικές σου και η συνέπειες.

    ‘Ηρθε η ώρα ωστόσο να παρουσιάσει, την εργασία της και ετσι απάντησε ο,τι είχε γράψει. Μετά ρωτήθηκε σε έκανε δυνατή ναι ή όχι; Η Μυρσύνη κοίταξε τον Γιώργο και απαντισε.

    Μυρσυνη:-Ναι με έκανε όχι δυνατή αλλά δυνατότερη με έκανε χάλια αλλά δεν άξιζε, ομολογώ οτι ήμουν απερίσκεπτη και δεν μπόρεσα να το καταλάβω τώρα όμως μπορώ γιατί ξέρω τι Θέλω… Θέλω να ζήσω.

    Μαμά:- Πως πήγε η εργασία μικρή;

    Μυρσυνη:-Τέλια, έσκησα..

    Μαμά:- μπράβο ειμαι υπερύφανη για σένα

    Πλέον η Μυρσύνη βρήκε δουλεία στο κεντρο απεξάρτησεις αλλα ποτέ δεν σταμάτησε την εκστρατία του έιχε ειδή αρχίσει. Το έκανε γνωστο πάντου μαζί με τον Γιώργο κατάφεραν πολλα πράγματα όπως υγεία και όνειρα αλλά μια δυνατή φιλία που κράτισε υπό δύσκολες συνθήκες

    Κάθε χρόνο στις 31/05 αφιερώει ώρες ατελίωτες για να υποδεχθεί ανθρώπους πο Θέλουν να αλάξουν να κανουν ένα καινούργιο κεφάλαιο στην ζωη τους. Και αυτή είναι πάντα εκεί να τους υπερθύμιζει οτι ειναι έκει για αυτούς.

    Η Μυρσυνη κατάφερε να σώσει πάνω από το 78% των νέων και συνεχιζει.

SLOGAN

  • ΣΑΡΑ ΣΤΑΘΟΠΟΥΛΟΥ

    …κι η ζωή σου έγινε καπνός!

  • SmokingHarms

    Κάθε φορά που ανάβεις ένα τσιγάρο, σβήνεις ένα μέρος της ζωής σου.

  • Νίκανδρος

    Με τσιγάρο τελευταίος καταλήγεις.
    Με σώμα γερό αναπνοή δυνατή νικητής τερματίζεις στον μαραθώνιο της ζωής!

  • Anonymous

    «Κομμένη η μαγκιά γιατί θα πέσεις στη σκλαβιά»

  • GEORGE

    Μη μου στερείς το δικαίωμα ν΄ αναπνέω ελεύθερα

  • Συνονόματη

    Μην κάνεις τη ζωή σου…στάχτη. Σταμάτο το και γίνε… ασταμάτητος!

  • ArSp

    Πάρε ανάσα χωρίς κάπνισμα

  • Κλειστό Τριαντάφυλλο

    «Η ζωή σου έχει αξία.Μην την αφήνεις να γίνεται καπνός.»

  • ΧΡΥΣΟΣΚΟΝΗ

    Σταμάτα το κάπνισμα,η ζωή είναι μπροστά

  • Ο ΜΑΧΗΤΗΣ

    Δεν πληρώνεις το τσιγάρο με τα λεφτά αλλά με τη ζωή σου!

  • ΖΑΧΑΡΙΑΣ

    «Όσο και αν καπνίσεις ποτέ σου δεν θα ξεχωρίσεις»

  • Georgelyggros

    «Όχι, η κατάσταση δε σηκώνει τσιγάρο, γιατί μια ελληνική πόλη κάθε χρόνο εξαφανίζεται εξαιτίας του!»

  • dafni

    Ο θάνατος είναι «ένα τσιγάρο δρόμος».

  • ΦΟΙΝΙΚΑΣ

    Κάπνισμα: ένα «παιχνίδι» στο οποίο πάντα χάνεις.

  • ΑΊΘΡΑ

    Κάνε μια ξεκάθαρη επιλογή: καθαροί πνεύμονες – ελεύθερη ζωή.

  • Martia

    Μην ανάβεις το τσιγάρο, άναψε τα όνειρά σου.

  • εβενεζερ

    Είσαι μάγκας; Κάνε την διαφορά! Πες όχι στο κάπνισμα!!

  • «antismoke»

    «Μην καπνίζεις σαν φουγάρο. Πέτα κάτω το τσιγάρο»

Οι πληροφορίες στην παρούσα ιστοσελίδα προορίζονται για γενική πληροφόρηση και ενημέρωση του κοινού και σε καμία περίπτωση δεν μπορούν να αντικαταστήσουν τη συμβουλή ιατρού ή άλλου αρμοδίου επαγγελματία υγείας.